ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
Νησιά του Αιγαίου και Ελληνισμός: Η ιστορική αλήθεια πίσω από την αδιάκοπη ελληνική παρουσία από το 3000 π.Χ.
Αναντικατάστατα στοιχεία ιστορίας, πολιτισμού και αρχαιολογίας που επιβεβαιώνουν την αποκλειστική ελληνική κυριαρχία.
Εισαγωγή
Το Αιγαίο και τα νησιά του αποτελούν τον ιστορικό πυρήνα και το λίκνο του Ελληνισμού, με αδιάκοπη ελληνική παρουσία από την προϊστορική εποχή έως σήμερα. Από τα πρώτα ίχνη νεολιθικών εγκαταστάσεων στη Θεσσαλία και τα νησιά του Αιγαίου έως την ακμή των πόλεων, των μνημείων και των μεγάλων πνευματικών μορφών της αρχαιότητας, η περιοχή ανέπτυξε και διατήρησε τον ελληνικό πολιτισμό.
Αρχαιολογικά ευρήματα και ιστορικές μαρτυρίες από αρχαίους συγγραφείς όπως ο Όμηρος, ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης και ο Στράβων τεκμηριώνουν την ύπαρξη οργανωμένων κοινοτήτων, θρησκευτικών πρακτικών και πολιτισμικών θεσμών που χαρακτηρίζουν τον ελληνικό κόσμο. Η συνεχής παρουσία ελληνικών κοινοτήτων, τα μνημεία, τα ανάκτορα, οι λατρευτικοί χώροι και οι φιλοσοφικές σχολές που αναπτύχθηκαν στα νησιά αποδεικνύουν ότι το Αιγαίο δεν υπήρξε ποτέ ουδέτερο ή ξένο έδαφος· αντιθέτως υπήρξε ανέκαθεν χώρος αδιάλειπτης ελληνικής κυριαρχίας, πολιτισμικής συνέχειας και σταθερής εθνικής ταυτότητας.
Η γεωπολιτική θέση του Αιγαίου συνέβαλε καθοριστικά στη ναυτική δραστηριότητα, στην επικοινωνία μεταξύ των κοινοτήτων και στην εξάπλωση της ελληνικής κουλτούρας, καθιστώντας την περιοχή στρατηγικό και πολιτισμικό άξονα από την αρχαιότητα έως σήμερα. Η ιστορική, αρχαιολογική και πολιτισμική τεκμηρίωση υπογραμμίζει ότι η ελληνικότητα του Αιγαίου είναι διαχρονική και αδιαπραγμάτευτη, θέτοντας τα νησιά ως θεμέλιο της εθνικής κληρονομιάς και πολιτισμικής μνήμης της Ελλάδας.
Με την παρούσα μελέτη επιχειρείται η παρουσίαση και ανάλυση των στοιχείων που καταδεικνύουν τη σταθερή ελληνική παρουσία στο Αιγαίο από το 3000 π.Χ., αξιοποιώντας τόσο αρχαίες πηγές όσο και σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα, με στόχο την ανάδειξη της ιστορικής, πολιτισμικής και γεωπολιτικής συνέχειας που χαρακτηρίζει την περιοχή.
Θεμελίωση του Αιγαίου Πελάγους
Το Αιγαίο και τα νησιά του αποτελούν αδιαμφισβήτητα τον ιστορικό πυρήνα και το λίκνο του Ελληνισμού, με αδιάκοπη ελληνική παρουσία από την αυγή της ανθρώπινης ιστορίας. Από τα πρώτα ίχνη νεολιθικής εγκατάστασης έως την ακμή των πόλεων, των μνημείων και των μεγάλων πνευματικών μορφών της αρχαιότητας, η περιοχή διαμόρφωσε και ανέθρεψε τον ελληνικό πολιτισμό. Αρχαιολογικά ευρήματα, ιστορικές μαρτυρίες και η συνεχής παρουσία ελληνικών κοινοτήτων αποδεικνύουν ότι τα νησιά του Αιγαίου δεν υπήρξαν ποτέ ουδέτερο ή ξένο έδαφος, ούτε παραχωρήθηκαν σε άλλες εξουσίες. Αντιθέτως, υπήρξαν ανέκαθεν χώρος αδιάλειπτης ελληνικής κυριαρχίας, πολιτισμικής συνέχειας και σταθερής εθνικής ταυτότητας.
Η ανάλυση της ιστορίας, της γεωπολιτικής θέσης και της πολιτισμικής κληρονομιάς του Αιγαίου καταδεικνύει ότι η περιοχή αυτή αποτελεί θεμέλιο της ελληνικότητας, αλλά και ζωτικό στρατηγικό άξονα που απαιτεί συνεχή προστασία. Το Αιγαίο δεν ήταν ποτέ ξένο· δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αμφισβήτησης. Αποτελεί διαχρονική, αναλλοίωτη και αδιαπραγμάτευτη ελληνική κληρονομιά.
Η Πολυστρωματική Ταυτότητα του Αιγαίου στον Ελληνικό Κόσμο
Το Αιγαίο Πέλαγος αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους γεωγραφικούς και πολιτισμικούς χώρους του ελληνικού κόσμου. Η σχέση του με τον Ελληνισμό δεν περιορίζεται στη νεότερη ή την κλασική εποχή, αλλά επεκτείνεται σε βάθος χιλιετιών, αγγίζοντας τις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού στο χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Η ιδιαίτερη γεωλογική, πολιτισμική και μυθολογική του κληρονομιά το καθιστά έναν χώρο όπου η φύση και ο μύθος συμπλέκονται και όπου οι μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων επιβεβαιώνουν την ελληνικότητα των νησιών και των πληθυσμών του.
Η γεωλογική διαμόρφωση του Αιγαίου παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τους γεωλόγους, η περιοχή αποτελούσε παλαιότερα μία ενιαία ξηρά, την «Αιγηίδα», η οποία κατακερματίστηκε ύστερα από εκτεταμένες τεκτονικές διεργασίες. Οι συνεχείς βυθίσεις, οι γεωλογικές συσπάσεις και τα ρήγματα που δημιουργήθηκαν από την κίνηση των λιθοσφαιρικών πλακών οδήγησαν στη σταδιακή κάλυψη της περιοχής από τη θάλασσα. Έτσι, οι σημερινές νησιωτικές κορυφές δεν είναι παρά τα υπολείμματα εκείνης της αρχέγονης ξηράς. Το ηφαιστειακό τόξο του νοτίου Αιγαίου (Σαντορίνη, Μήλος, Νίσυρος) και τα έντονα σεισμικά φαινόμενα της περιοχής μαρτυρούν ακόμη και σήμερα τη συνεχή γεωλογική δραστηριότητα που χαρακτήρισε τη γέννηση του Αιγαίου.
Όσον αφορά την ονομασία «Αιγαίο», έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί πολλές εκδοχές. Μία από τις πιθανότερες γλωσσολογικές ερμηνείες συνδέεται με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα aig–, που σημαίνει «ορμητική, γρήγορη κίνηση», χαρακτηρισμός απόλυτα ταιριαστός για μια θάλασσα γνωστή για τους ανέμους και τις τρικυμίες της. Παράλληλα, η αρχαία ελληνική μυθολογία προσφέρει πολλαπλές παραδόσεις σχετικά με την προέλευση του ονόματος. Η επικρατέστερη αναφορά έχει να κάνει με τον βασιλιά της Αθήνας, Αιγαία, ο οποίος –σύμφωνα με τον Πλούταρχο– έπεσε απελπισμένος στη θάλασσα όταν αντίκρισε τα μαύρα πανιά του πλοίου του Θησέα, πιστεύοντας ότι ο γιος του είχε σκοτωθεί [1]. Από αυτό το γεγονός αποδίδεται και το όνομα της θάλασσας. Άλλες μυθολογικές εκδοχές συνδέουν το όνομα με την Αμαζόνα Αιγέα ή με την παλαιότερη λέξη «αίγες», που δήλωνε τα αφρισμένα κύματα.
Το Αιγαίο δεν είναι μόνο ένας τόπος με ξεχωριστή φυσική ιστορία, αλλά και ένας χώρος όπου η ελληνική μυθολογία έχει χαράξει βαθιά τα ίχνη της. Ο μύθος του Θησέα, από τους πιο εμβληματικούς της αρχαιότητας, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο Θησέας, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο και τον Πλούταρχο [2], αναχώρησε από την Τροιζήνα για να φτάσει στην Αθήνα και κατά τη διαδρομή του εξουδετέρωσε επικίνδυνους ληστές και κακούργους, καθιστώντας πιο ασφαλή τη χερσαία πορεία μεταξύ των περιοχών της ανατολικής Πελοποννήσου και της Αττικής. Ολόκληρη η αφήγηση εκτυλίσσεται σε περιοχές που αγκαλιάζουν το Αιγαίο, ενώ η τελική του αποστολή –ο φόνος του Μινώταυρου– συνδέει τις δύο μεγάλες δυνάμεις του Αιγαίου: την Αθήνα και την Κρήτη. Η αυτοκτονία του Αιγαία στο Σούνιο αποτελεί το σημείο όπου μύθος και τοπωνυμία συναντώνται, αποκαλύπτοντας τη βαθιά ενσωμάτωση του Αιγαίου στο μυθολογικό σύμπαν των Ελλήνων.
Η κατοίκηση των νησιών του Αιγαίου από ελληνικούς πληθυσμούς επιβεβαιώνεται τόσο από αρχαιολογικά ευρήματα όσο και από μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι ο Μίνωας ήταν ο πρώτος που οργάνωσε ναυτικό και κυριάρχησε στο Αιγαίο, εκδιώκοντας τους πειρατές και οργανώνοντας τις Κυκλάδες [3]. Η μαρτυρία αυτή υποδηλώνει ότι ήδη από την εποχή του Μινωικού πολιτισμού, το Αιγαίο αποτελούσε χώρο ελληνικής δραστηριότητας. Παράλληλα, ο Ηρόδοτος αναφέρει μακρά σειρά ιωνικών και άλλων ελληνικών πόλεων στα νησιά και τα παράλια της Μικράς Ασίας [4], επισημαίνοντας τη συνοχή του ελληνικού πολιτισμού γύρω από το Αιγαίο. Ο Στράβων, στο έργο του Γεωγραφικά, περιγράφει αναλυτικά τη γεωγραφία του Αιγαίου και των νησιών του, αναφερόμενος σε πληθώρα ελληνικών εθνοτήτων και αποικιών [5].
Το Αιγαίο φαίνεται επίσης να λειτουργεί ως ενιαίος πολιτισμικός χώρος ήδη από την ομηρική εποχή. Στην Ιλιάδακαι την Οδύσσεια συναντάμε αναφορές σε δεκάδες νησιά –Ίος, Νάξος, Ρόδος, Λέσβος, Σάμος, Χίος– τα οποία αποτελούν μέρη ενός δικτύου θαλάσσιας επικοινωνίας των Ελλήνων [6]. Η ύπαρξη αυτού του δικτύου αντανακλά έναν κόσμο όπου οι Έλληνες ταξιδεύουν, εμπορεύονται, πολεμούν και συνδιαμορφώνουν την πολιτισμική ταυτότητα της περιοχής.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρονται συχνά στο Αιγαίο ως ελληνική θάλασσα. Ο Ηρόδοτος το αποκαλεί «Ἑλληνικὸν πέλαγος» [7], υποδηλώνοντας την κυριαρχία των ελληνικών πόλεων και την πολιτισμική τους ενότητα. Το Αιγαίο δεν αποτέλεσε απλώς γεωγραφικό χώρο, αλλά και θέατρο σπουδαίων ιστορικών γεγονότων όπως η ναυμαχία της Σαλαμίνας, οι συγκρούσεις των Αθηναίων με τους Πέρσες και οι εσωτερικές διενέξεις του Πελοποννησιακού πολέμου. Έτσι, το Αιγαίο έγινε σύμβολο ελευθερίας, δημοκρατίας, εμπορικής ανάπτυξης και θαλάσσιας δύναμης.
Συνοψίζοντας, το Αιγαίο Πέλαγος αποτελεί έναν χώρο όπου η γεωλογική ιστορία συναντά την αρχαιοελληνική μνήμη και όπου οι μυθολογικές αφηγήσεις συμβαδίζουν με τις ιστορικές πηγές. Από την αρχαία Αιγηίδα έως τις μαρτυρίες των μεγάλων συγγραφέων της κλασικής περιόδου, το Αιγαίο προβάλλει ως ζωτικός και αδιάσπαστος χώρος του ελληνικού κόσμου. Η πολιτισμική του συνέχεια, η ελληνική κατοίκηση και η ιστορική του σημασία συντελούν στην αντίληψη ότι το Αιγαίο είναι –και υπήρξε πάντοτε– ένας από τους πυλώνες της ελληνικής ταυτότητας.
Το ειδικό μυθολογικό παράδειγμα: ο μύθος του Μινώταυρου και του Θησέα
Την ίδια χρονική περίοδο υπήρχε η συνήθεια η Αθήνα να στέλνει κάθε χρόνο επτά νέους και επτά νέες στην Κρήτη, για να τους κατασπαράξει ο Μινώταυρος, το τρομερό πλάσμα που περιγράφει η ελληνική μυθολογία ως τέρας με σώμα ανθρώπου και κεφαλή ταύρου [8]. Ο Μινώταυρος τρεφόταν και διατηρούνταν μέσα στον Λαβύρινθο από τον βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, ο οποίος –όπως παραδίδει η παράδοση– οργίστηκε με την Αθήνα όταν ο γιος του Ανδρόγεος, που είχε σταλεί να συμμετάσχει στους αθηναϊκούς αγώνες, νίκησε· και λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια κυνηγιού στην Αττική, σκοτώθηκε από έναν άγριο ταύρο[9].
Μετά τον χαμό του Ανδρόγεου, ο Μίνωας κήρυξε πόλεμο εναντίον της Αθήνας και την ανάγκασε, ως ένδειξη πένθους και υποταγής, να στέλνει κάθε χρόνο τους επτά νέους και τις επτά νέες στην Κρήτη, για να προσφέρονται ως θύματα στον Μινώταυρο [10]. Η επιλογή γινόταν με κλήρο, και την ημέρα της αναχώρησης οι θρήνοι, οι κραυγές και οι κοπετοί των Αθηναίων ήταν τόσο έντονοι ώστε πέρασαν στη συλλογική μνήμη ως μία από τις πιο σκοτεινές στιγμές της αθηναϊκής ιστορίας [11].
Όταν ο Θησέας αντίκρισε αυτή τη σκηνή και πληροφορήθηκε όσα αφορούσαν τον Μινώταυρο και τη σκληρή αυτή συνήθεια που επαναλαμβανόταν ήδη επί τρία συνεχόμενα έτη, αποφάσισε να δράσει. Με αποφασιστικότητα ανακοίνωσε στον πατέρα του, τον βασιλιά Αιγαία, ότι θα ταξίδευε ο ίδιος στην Κρήτη για να σκοτώσει τον Μινώταυρο και να απαλλάξει την Αθήνα από το δυσβάστακτο αυτό βάρος [12].
Ο Αιγαίας, όπως ήταν φυσικό για έναν πατέρα που επρόκειτο να χάσει τον μοναχογιό του σε μια τόσο επικίνδυνη αποστολή, προσπάθησε με κάθε τρόπο να τον αποτρέψει. Στο τέλος όμως ενέδωσε, καθώς ο Θησέας του δήλωσε αποφασιστικά ότι, αφού θα επιλέγονταν έξι νέοι εκείνη τη χρονιά, ο έβδομος θα ήταν ο ίδιος[13]. Έτσι κι έγινε. Κατά την αναχώρηση του πλοίου για την Κρήτη, ο Αιγαίας έδωσε στον Θησέα μια κρίσιμη οδηγία: αν κατάφερνε να σκοτώσει τον Μινώταυρο, στην επιστροφή προς την Αθήνα να κατέβαζε τα μαύρα πανιά και να ύψωνε λευκά, ώστε, όταν ο ίδιος θα τα έβλεπε από το ακρωτήριο του Σουνίου, να γνώριζε ότι ο γιος του είχε επιτύχει και επέστρεφε σώος [14]. Ο Θησέας υποσχέθηκε ότι θα τηρούσε την εντολή.
Ο Θησέας ταξίδεψε στην Κρήτη, μπήκε στον Λαβύρινθο με τη βοήθεια της Αριάδνης και τελικά σκότωσε το φοβερό τέρας, επιτυγχάνοντας τον στόχο του [15]. Ωστόσο, κατά την επιστροφή του στην Αθήνα, είτε από αμέλεια είτε λόγω έντασης και κόπωσης, ξέχασε να αλλάξει τα μαύρα πανιά. Όταν ο Αιγαίας από το Σούνιο αντίκρισε το πλοίο να προσεγγίζει ακόμη με μαύρα πανιά, πίστεψε ότι ο γιος του είχε σκοτωθεί. Σε απερίγραπτη απελπισία, έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε [16]. Από αυτό το τραγικό γεγονός, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, η θάλασσα ονομάστηκε «Αιγαίο», στη μνήμη του βασιλιά που έχασε τη ζωή του περιμένοντας τον γιο του.
Το Αιγαίο υπήρξε η πατρίδα και η κατοικία πολλών θεών της Αρχαίας Ελλάδας. Ο Ποσειδώνας, θεός της θάλασσας και κυρίαρχος όλων των υδάτων, βασίλευε στο Αιγαίο, στα βαθύτερα τμήματά του, στις Αιγές· εκεί, σύμφωνα με τον Όμηρο, βρίσκονταν τα πανέμορφα και αιώνια ανάκτορά του, «κτισμένα από αστραφτερό χρυσό» [17]. Η Αφροδίτη, θεά του κάλλους και της έλξης, αναδύθηκε από τους αφρούς της θάλασσας του Αιγαίου, όπως παραδίδει ο Ησίοδος [18], ενώ ο Απόλλωνας, θεός του φωτός, της μουσικής και της μαντικής, γεννήθηκε στην ιερή Δήλο, το φωτεινό νησί που υμνεί ο Ομηρικός Ύμνος [19]. Σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, τα βάθη του Αιγαίου είναι γεμάτα από θαλάσσιες θεότητες: Νηρηίδες, Γλαύκους και Τρίτωνες, πλάσματα που συνόδευαν και προστάτευαν τα ελληνικά πλοία στα ταξίδια τους, αποτρέποντας τρικυμίες και κινδύνους [20].
Το Αιγαίο, όμως, δεν αποτέλεσε μόνο κατοικία θεών, αλλά και χώρο δράσης των μεγαλύτερων ηρώων της ελληνικής μυθολογίας, όπως ο Ηρακλής και ο Ιάσων. Ο Ηρακλής διέπλευσε το Αιγαίο δύο φορές κατά την εκτέλεση των άθλων του: μία φορά για να φέρει στον Ευρυσθέα τη ζώνη της Ιππολύτης, βασίλισσας των Αμαζόνων στη Μικρά Ασία, και δεύτερη για να τιμωρήσει τον Λαομέδοντα, βασιλιά της Τροίας, που είχε αθετήσει την υπόσχεσή του απέναντι στον ήρωα [21].
Ο Ιάσων, από την άλλη, ηγήθηκε της Αργοναυτικής Εκστρατείας, η οποία ξεκίνησε από τον Παγασητικό κόλπο και διέπλευσε μεγάλο μέρος του Αιγαίου πριν προσεγγίσει τον Εύξεινο Πόντο, με σκοπό την απόκτηση του Χρυσόμαλλου Δέρατος [22]. Η θρυλική αυτή εκστρατεία υπήρξε σύμβολο τόλμης και θαλασσοπορίας και ενέπνευσε την ελληνική φαντασία για αιώνες.
Παρότι όλα αυτά εντάσσονται στον χώρο του μύθου, πολλοί ερευνητές συμφωνούν ότι πίσω από τον μυθικό μανδύα κρύβονται πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Οι αφηγήσεις αυτές αντανακλούν τους πανάρχαιους αγώνες των πρώτων Ελλήνων για τον έλεγχο του Αιγαίου, για τη θαλάσσια κυριαρχία, για την επέκταση προς τις απέναντι μικρασιατικές ακτές και για την ανάπτυξη εμπορικών και αποικιακών δικτύων. Έτσι, ο μύθος και η ιστορία συναντώνται, παρουσιάζοντας το Αιγαίο όχι μόνο ως τόπο θεϊκών γεννήσεων και ηρωικών πράξεων, αλλά και ως αρχέγονο χώρο του ελληνικού πολιτισμού.
Παρότι όλα αυτά εντάσσονται στον χώρο του μύθου, πολλοί ερευνητές συμφωνούν ότι πίσω από τον μυθικό μανδύα κρύβονται πραγματικά ιστορικά γεγονότα. Οι αφηγήσεις αυτές αντανακλούν τους πανάρχαιους αγώνες των πρώτων Ελλήνων για τον έλεγχο του Αιγαίου, για τη θαλάσσια κυριαρχία, για την επέκταση προς τις απέναντι μικρασιατικές ακτές και για την ανάπτυξη εμπορικών και αποικιακών δικτύων. Έτσι, ο μύθος και η ιστορία συναντώνται, παρουσιάζοντας το Αιγαίο όχι μόνο ως τόπο θεϊκών γεννήσεων και ηρωικών πράξεων, αλλά και ως αρχέγονο χώρο του ελληνικού πολιτισμού.
Ιστορική Εξέλιξη για τη Στήριξη των Εθνικών Θέσεων
Η ιστορική εξέλιξη του Αιγαίου αποδεικνύει ότι η ελληνική παρουσία στον χώρο δεν αποτελεί ένα πρόσφατο φαινόμενο, αλλά έχει ρίζες που φθάνουν στα βάθη των χιλιετιών. Παρότι οι παλαιολιθικές εγκαταστάσεις είναι σπάνιες και τα ίχνη τους περιορισμένα, η εικόνα αλλάζει ριζικά κατά τη νεολιθική περίοδο. Η αποίκηση του Αιγαίου τότε γίνεται πυκνή και διαρκής: τα παλαιότερα ευρήματα από οικισμούς και εργαλεία μαρτυρούν μια έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα που εξαπλώνεται σε όλο τον αιγαιακό χώρο και φθάνει έως τη Θεσσαλία ήδη από το 7000 π.Χ. [23]. Η νεολιθική αυτή εξάπλωση συνδέεται με τις πρώτες θαλάσσιες επαφές, τις αρχαιότερες μορφές ναυσιπλοΐας και τη σταδιακή μετατροπή του Αιγαίου σε δίαυλο επικοινωνίας, γεγονός που αποτέλεσε θεμέλιο για την κατοπινή άνθηση των προϊστορικών πολιτισμών του ελληνικού κόσμου, των Κυκλάδων, της Κρήτης και της ηπειρωτικής Ελλάδας [24].
Συνέχεια Ιστορικής Εξέλιξης
Αργότερα, στον αιγαιακό χώρο εμφανίζονται διάφορες ομάδες πληθυσμών, τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν Πελασγούς, Λέλεγες και άλλους. Τα φύλα αυτά θεωρούνται προελληνικά, δηλαδή πληθυσμοί που κατοικούσαν στον χώρο πριν από την άφιξη ή την εθνολογική διαμόρφωση των Ελλήνων[25]. Οι Ελληνικές φυλές —Ίωνες, Αχαιοί, Δωριείς, Αιολείς— αρχίζουν να εμφανίζονται συμπαγώς γύρω στο 2000 π.Χ. και σταδιακά επικρατούν σε ολόκληρο το Αιγαίο. Με την πάροδο των αιώνων υπέταξαν ή απορρόφησαν τα προελληνικά στοιχεία, εδραιώνοντας την παρουσία τους τόσο στις ανατολικές ακτές του Αιγαίου όσο και στις μικρασιατικές περιοχές, καθώς και στα πολυάριθμα νησιά.
Στην ουσία, ήδη γύρω στο 1500 π.Χ., το Αιγαίο μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας χώρος ελληνικής κυριαρχίας, μια «ελληνική λίμνη», όπως εύστοχα περιγράφουν αρκετοί μελετητές. Είτε οι Έλληνες ξεκίνησαν από την ηπειρωτική Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στη Μικρά Ασία, είτε —όπως προτείνουν μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί— συνέβη το αντίστροφο, είτε τέλος οι δύο κατευθύνσεις κινήθηκαν παράλληλα και ταυτόχρονα, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο: η διαμόρφωση ενός ενιαίου ελληνικού αιγαιακού κόσμου, τόσο σε γλωσσικό όσο και σε πολιτισμικό επίπεδο [26].
Συνέχεια Ιστορικής Ενότητας
Έτσι, στον ελληνικό χώρο εγκαθίσταται ήδη από τη Νεολιθική εποχή ένας κλάδος του μεσογειακού ανθρωπολογικού τύπου, ο οποίος, χάρη στη μακρά χρονική του παρουσία και τη διαδοχική αλληλεπίδραση με νέα φύλα που εισέβαλαν ή μετοίκησαν στην περιοχή, κατόρθωσε να τα αφομοιώσει και να τα ενσωματώσει πολιτισμικά [27]. Ανάμεσα σε αυτά τα μεταγενέστερα φύλα ήταν και οι Έλληνες, οι οποίοι —αντί να εμφανίζονται ως μια απολύτως ξεχωριστή και «ξένη» ομάδα— εντάχθηκαν σταδιακά στην ήδη διαμορφωμένη ανθρωπολογική και πολιτισμική βάση του Αιγαίου.
Με αυτή την οπτική, είναι ακριβέστερο να θεωρηθεί ότι οι σημερινοί Έλληνες αποτελούν άμεσους απογόνους των αρχαιοτάτων εκείνων κατοίκων του χώρου, των οποίων η παρουσία ανάγεται όχι στα τελευταία τρεις χιλιάδες χρόνια, αλλά σε ακόμη βαθύτερο παρελθόν, έως και το 7000 π.Χ., όπως μαρτυρούν τα νεολιθικά ευρήματα σε ολόκληρο τον αιγαιακόχώρο[28]. Η συνέχεια αυτή, ανθρωπολογική και πολιτισμική, προσδίδει στο Αιγαίο τον χαρακτήρα μιας σταθερής κοιτίδας του ελληνικού κόσμου.
Το Αιγαίο, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί ως ελληνική θάλασσα ήδη από την απώτατη εκείνη εποχή —με την έννοια ενός χώρου όπου γεννήθηκαν και εξελίχθηκαν οι πολιτισμοί που οδήγησαν στον μεταγενέστερο ελληνικό. Από τις πρώτες εποχές του μετάλλου αναπτύσσεται ο λεγόμενος «Αιγαίος πολιτισμός», ο οποίος περιλαμβάνει τον Κυκλαδικό, τον Μινωικό και τον Μυκηναϊκό πολιτισμό· σύνολα που αποτελούν τα θεμέλια αυτού που αργότερα θα ονομαστεί ελληνικός κόσμος [29].
Ανεξαρτήτως των επιμέρους θεωριών για την προέλευση και τις κατευθύνσεις των μετακινήσεων των ελληνικών φύλων, τουλάχιστον από το 1500 π.Χ. το Αιγαίο είχε ήδη μετατραπεί στο κέντρο του ελληνικού πολιτισμού. Ένα «πέταλο» από ελληνικές ακτές —ηπειρωτικές, μικρασιατικές και νησιωτικές— περιέβαλε αυτή τη στρατηγική θάλασσα. Το άνοιγμα του πετάλου το έκλεινε η Κρήτη, ένα νησί που είχε αναπτύξει τον δικό του λαμπρό πολιτισμό και το οποίο, ήδη από την ύστερη εποχή του Χαλκού, εντάσσεται στα πλαίσια του ελληνικού κόσμου [30]. Στο εσωτερικό του Αιγαίου, στα πολυάριθμα νησιά, είχαν δημιουργηθεί ισχυρές ελληνικές εστίες που αποτελούσαν ζωντανά κέντρα εμπορίου, θρησκείας και τέχνης.
Στους ιστορικούς χρόνους, στην περιοχή του Αιγαίου αναπτύχθηκαν τρία μεγάλα κράτη, καθένα με τη δική του πολιτισμική ακτινοβολία:
(α) το ναυτικό βασίλειο της Κρήτης, με τον Μινωικό πολιτισμό,
(β) το αχαϊκό βασίλειο των Μυκηνών, με τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, και
(γ) η ναυτική ηγεμονία των Αθηνών, φορέας του Ιωνικού και Κλασικού πολιτισμού [31].
Η αθηναϊκή ναυτική ηγεμονία, ειδικότερα, υπήρξε αποτέλεσμα των νικηφόρων Περσικών Πολέμων. Με κέντρο την Αθήνα περιλάμβανε σταδιακά τα περισσότερα κράτη της Στερεάς Ελλάδας, ολόκληρο το Αιγαίο με τα νησιά του και τις ελληνικές πόλεις της Μακεδονίας, της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Την εποχή αυτή το Αιγαίο Πέλαγος είχε ουσιαστικά μετατραπεί σε ελληνική λίμνη —ή, κατά τη χαρακτηριστική διατύπωση του Πλάτωνα, σε «έλος πέριξ του οποίου οἱ Ἕλληνες οἰκοῦσινὥσπερ βάτραχοι περί λίμνην» [32].
Συνέχεια Ιστορικής Εξέλιξης του Αιγαίου
Στη συνέχεια, η αθηναϊκή ηγεμονία οδηγήθηκε σε σύγκρουση με τη μεγάλη δύναμη της Σπάρτης, σε έναν πόλεμο που διήρκεσε 27 χρόνια. Πρόκειται για τον γνωστό Πελοποννησιακό Πόλεμο, ο οποίος, όπως περιγράφει ο Θουκυδίδης, ανέτρεψε την ισορροπία του ελληνικού κόσμου [33]. Η σύγκρουση αυτή κατέληξε στη διάλυση της ηγεμονίας των Αθηνών, ύστερα από την καταστροφή του στόλου τους στους Αιγός ποταμούς κοντά στον Ελλήσποντο, γεγονός που περιγράφει με λεπτομέρεια ο Ξενοφών [34]. Μετά την αθηναϊκή ήττα, ακολούθησε η σύντομη ηγεμονία της Σπάρτης και στη συνέχεια η άνοδος των Θηβών υπό τον Επαμεινώνδα.
Απόρροια αυτής της παρατεταμένης εμφύλιας διαμάχης ήταν η επανεμφάνιση των Περσών στο Αιγαίο, οι οποίοι, ενισχυμένοι από τους φοινικικούς στόλους, διεκδίκησαν εκ νέου επιρροή στη θάλασσα· παρουσία που είχε εκλείψει από την εποχή του Κίμωνα, όταν οι Αθηναίοι τους είχαν εκδιώξει ολοκληρωτικά[35].
Ωστόσο, η περσική επιρροή δεν διατηρήθηκε για πολύ. Με την άνοδο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τη δημιουργία της Ελληνομακεδονικής αυτοκρατορίας, η ναυτική δύναμη των Περσών καταλύθηκε οριστικά. Η συντριβή του περσικού στόλου και η κατάκτηση των παραλίων της Μικράς Ασίας μετέβαλαν εκ νέου το Αιγαίο σε καθαρά ελληνική θάλασσα[36].
Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, η περιοχή εντάχθηκε στον ελληνιστικό κόσμο. Ακολούθησε όμως μια νέα ιστορική πραγματικότητα: η εμφάνιση και επέκταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Ελλάδα, η Μακεδονία και η Μικρά Ασία εντάχθηκαν ως επαρχίες της, όμως η ελληνική παιδεία, γλώσσα και θρησκεία παρέμειναν οι βασικοί πυλώνες του ανατολικού τμήματος της αυτοκρατορίας [37].
Όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον Μέγα Κωνσταντίνο, το Αιγαίο απέκτησε ακόμη μεγαλύτερη στρατηγική σημασία, λειτουργώντας ως ο θαλάσσιος προθάλαμος της νέας πρωτεύουσας, όπου κατέληγαν όλες οι θαλάσσιες οδοί της τεράστιας ρωμαϊκής επικράτειας. Από τον 6ο αιώνα μ.Χ., το Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος εξελληνίστηκε πλήρως, τόσο στη γλώσσα όσο και στη διοίκηση, διαμορφώνοντας αυτό που σήμερα ονομάζουμε Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Εμβληματική ήταν η ενέργεια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, ο οποίος κατήργησε την παλαιά λατινική διοικητική γλώσσα και καθιέρωσε την ελληνική ως επίσημη [38]. Έτσι, το Αιγαίο, ως θαλάσσια καρδιά της αυτοκρατορίας, παρέμεινε και πάλι ελληνική θάλασσα.
Πρέπει να τονιστεί πως το Αιγαίο, πέρα από την εθνολογική και πολιτισμική του διάσταση, αποτελεί και έναν ιδιαίτερα σημαντικό γεωγραφικό χώρο. Βρίσκεται ανάμεσα στη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα, ανάμεσα στην Ευρώπη και την Ασία· μια φυσική γέφυρα και ταυτόχρονα ένα σταυροδρόμι πολιτισμών και λαών. Αυτή η γεωγραφική θέση εξηγεί γιατί από τους αρχαιότατους χρόνους το Αιγαίο υπήρξε πεδίο εμπορίου, επικοινωνίας, αλληλεπίδρασης αλλά και συγκρούσεων —ένας ζωντανός διάδρομος του ελληνικού και του παγκόσμιου πολιτισμού [39].
Η Εμπορική και Στρατηγική Σημασία του Αιγαίου
Η σημασία του Αιγαίου Πελάγους δεν περιορίζεται μόνο στην πολιτισμική και εθνολογική διάσταση· εξίσου καθοριστική υπήρξε η εμπορική και στρατηγική του αξία. Η θάλασσα αυτή συνδέει εμπορικώς τη Μικρά Ασία με την Ευρώπη και διασχίζεται από τον εμπορικό δρόμο που μεταφέρει τα προϊόντα της Μαύρης Θάλασσας στην Ανατολική και Δυτική Μεσόγειο, και από εκεί, μέσω του Σουέζ και του Γιβραλτάρ, στους ωκεανούς [40].
Παράλληλα, η στρατηγική σημασία του είναι εξίσου μεγάλη. Όποιος ελέγχει το Αιγαίο μπορεί να παρενοχλεί ή να αποκόπτει την εμπορική οδό της Μαύρης Θάλασσας και της Μεσογείου, ενώ έχει την ικανότητα να ελέγχει τις μεγάλες θαλάσσιες αρτηρίες του Σουέζ και του Γιβραλτάρ [41]. Το Αιγαίο, επιπλέον, ορθώνεται μπροστά στα Δαρδανέλια και είναι σε θέση να αμβλύνει ή να εξουδετερώσει τη στρατηγική τους σημασία, η οποία συνδέεται με τη ναυτική πρόσβαση της Ρωσίας στη Μεσόγειο και τους Ωκεανούς [42].
Για τον λόγο αυτό, η στρατηγική και εμπορική σημασία του Αιγαίου αποτέλεσε πάντοτε το μήλον της έριδας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα, η θάλασσα αυτή υπήρξε πεδίο συγκρούσεων, ανταγωνισμών και διεκδικήσεων[43]. Παρά τις προσπάθειες ξένων δυνάμεων να το θέσουν υπό δικό τους έλεγχο, η ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο επανέρχεται διαχρονικά.
Πρώτες Δυνάμεις και Ο Τρωικός Πόλεμος
Στους πρώτους χρόνους της ιστορίας του Αιγαίου, σημαντική παρουσία είχαν οι Τρώες, γύρω στα 1.200 π.Χ. [44]. Παρά το γεγονός ότι αναφέρονται ως Τρώες, πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αποτελούσαν ελληνικό φύλο [45]. Οι Έλληνες, με την πανελλήνια εκστρατεία του Τρωικού Πολέμου, δημιούργησαν ένα ισχυρό προγεφύρωμα στη Μικρά Ασία και απλώθηκαν στην Ιωνία [46]. Αντίστροφα, οι Τρώες, ελέγχοντας τον Ελλήσποντο και τις εμπορικές διαδρομές από τη Μαύρη Θάλασσα, επιδίωκαν να επιβάλλουν τον στρατηγικό και εμπορικό τους έλεγχο στο Αιγαίο.
Η εκστρατεία των Ελλήνων, όπως μας μεταφέρουν οι μυθικές και ηρωικές αφηγήσεις, απάλλαξε το Αιγαίο από την περσική επιρροή των Τρώων, εξασφαλίζοντας έτσι την ελληνική ναυτική και εμπορική κυριαρχία [47].
Διαχρονικές Δυνάμεις και η Κυριαρχία στο Αιγαίο
Η ιστορία του Αιγαίου Πελάγους χαρακτηρίζεται από τη διαρκή προσπάθεια διάφορων δυνάμεων να ελέγξουν τις στρατηγικές και εμπορικές του οδούς, αλλά ταυτόχρονα να διαμορφώσουν την πολιτική και εθνολογική του σύνθεση.
Δεύτερη δύναμη: οι Πέρσες
Οι Πέρσες, κατακτώντας τη Μικρά Ασία, έφθασαν τον 5ο αιώνα π.Χ. στις ακτές του Αιγαίου [48]. Κατέλαβαν την Ιωνία, χωρίς όμως να αλλάξουν την εθνολογική της σύνθεση [49]. Όταν προσπάθησαν να επεκταθούν και να ελέγξουν ολόκληρο το πέλαγος, ηττήθηκαν στους Μηδικούς Πολέμους [50]. Αργότερα, ο Μέγας Αλέξανδρος εκδίωξε τους Πέρσες από την Ανατολική ακτή, επαναφέροντας την ελληνική παρουσία στο Αιγαίο [51].
Τρίτη δύναμη: οι Ρωμαίοι
Οι Ρωμαίοι ανέλαβαν τον πολιτικό έλεγχο του Αιγαίου για περίπου πέντε αιώνες [52]. Παρά τη ρωμαϊκή κυριαρχία, η θάλασσα παρέμεινε εθνολογικά ελληνική [53].
Η Βυζαντινή περίοδος
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία, καθαρά ελληνική-ορθόδοξη, επανέφερε την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο, καθιστώντας το ξανά ελληνική θάλασσα, τόσο εθνολογικά όσο και οικονομικά και πολιτικά [54].
Τέταρτη δύναμη: οι Άραβες
Από τον 7ο αιώνα, οι Άραβες προσπάθησαν να εκπορθήσουν το Αιγαίο [55]. Επί τρεις συνεχείς αιώνες επιτίθονταν με στόλους, μέχρι την πανωλεθρία τους το 672 μ.Χ. στα τείχη της Κωνσταντινούπολης χάρη στο «υγρό πυρ» [56]. Παρά τις μεταγενέστερες επιτυχίες τους γύρω στο 825 μ.Χ., η ανακατάληψη της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961 μ.Χ. απομάκρυνε τον αραβικό κίνδυνο [57] και εξασφάλισε ξανά τον ελληνικό χαρακτήρα του Αιγαίου.
Πέμπτη δύναμη: οι Ιταλοί και οι Φράγκοι
Από τον 11ο αιώνα, οι Ιταλοί, κυρίως Βενετοί και Γενοβέζοι, άρχισαν να διεισδύουν εμπορικά στο Αιγαίο [58]. Η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1204 μ.Χ., με την κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Φράγκους. Πολιτικά, το Αιγαίο έπαψε να είναι ελληνικό, ενώ οι Βενετοί κατέλαβαν πολυάριθμα νησιά, την Κρήτη και την Πελοπόννησο [58]. Παρά τη διοικητική αλλαγή, η θάλασσα διατήρησε την ελληνική της εθνολογική ταυτότητα και πολιτιστική κληρονομιά [60].
Οθωμανοί, Ρώσοι και η Ελληνική Επανάσταση
Μετά τις προηγούμενες δυνάμεις που προσπάθησαν να ελέγξουν το Αιγαίο, εμφανίζονται οι Οθωμανοί Τούρκοι [61]. Στην επεκτατική τους πορεία κατέλαβαν ολόκληρη τη Μικρά Ασία και κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη στις 29 Μαΐου 1453[62]. Παράλληλα, είχαν εξαπλωθεί σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ αργότερα έδιωξαν τους Βενετούς από την Κρήτη (1646–1669) και την Πελοπόννησο (1684–1699) [63]. Έτσι, το Αιγαίο βρέθηκε υπό πλήρη πολιτικό έλεγχο των Οθωμανών. Παρά τους διωγμούς, τις λεηλασίες, τις σφαγές και τους εμπρησμούς με στόχο την αλλοίωση του εθνολογικού χαρακτήρα, το ελληνικό στοιχείο διατήρησε κυρίαρχη θέση[64]. Αυτό αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την έκρηξη της Επανάστασης του 1821 [65], που οδήγησε στην αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκικής κατοχής, εμφανίστηκε και η Ρωσία [66], η οποία επιδίωκε να επιβάλει ναυτική πολιτική στη Μεσόγειο. Το 1768 ο Ρωσικός στόλος εισήλθε στη Μεσόγειο, ενώ ακολούθησαν πολυάριθμες συγκρούσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία [67]. Σημαντική ήταν η ναυμαχία του Τσεσμέ το 1770, όπου καταστράφηκε ολόκληρος ο Τουρκικός στόλος [68], ενώ το 1774 η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή έδωσε στον Ρωσικό στόλο προσωρινή κυριαρχία στο Αιγαίο [69]. Ωστόσο, ο έλεγχος των Ρώσων μειώθηκε σταδιακά, καθώς εμφανίστηκαν νέες ναυτικές δυνάμεις, οι Άγγλοι και οι Γάλλοι [70].
Η εμπορική και ναυτική παρουσία των Ελλήνων εμπόρων και ναυτικών, ιδιαίτερα από νησιά όπως η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Ψαρά, η Άνδρος, η Μύκονος, η Μήλος και η Κάσος [71], αποτέλεσε την πρώτη οργανωμένη αντίδραση κατά της Οθωμανικής κυριαρχίας. Μέσα από το Αιγαίο, οι ελληνικοί στόλοι μπορούσαν να ελέγχουν τις θαλάσσιες επικοινωνίες, να διασφαλίζουν τον εφοδιασμό των μαχόμενων και να εμποδίζουν τον Τουρκικό και Αιγυπτιακό στόλο [72].
Η Επανάσταση των Ελλήνων κινδύνεψε να καταπνιγεί, αλλά σώθηκε χάρη στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 29 Οκτωβρίου 1827 [73]. Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, οι ενωμένοι στόλοι της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας κατέστρεψαν τον ισχυρό στόλο των Αιγυπτίων [74]. Στις 22 Ιανουαρίου 1830, με το ανεξάρτητο Πρωτόκολλο, ιδρύθηκε το νέο Ελληνικό κράτος[75].
Η Κυριαρχία των Ελλήνων στο Αιγαίο μετά την Ανεξαρτησία
Μετά την ίδρυση του νέου Ελληνικού Κράτους, οι Έλληνες ανέλαβαν πρωτοβουλία για την κυριαρχία στο Αιγαίο [76]. Μέσα από σειρά αγώνων και θυσιών, προσπάθησαν να αποσπάσουν τη θάλασσα από τα χέρια των Τούρκων και να την θέσουν υπό πλήρη ελληνικό έλεγχο [77]. Αρχικά, την κυριαρχία της περιοχής κατείχαν οι νικήτριες δυνάμεις της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου, δηλαδή η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία [78]. Ωστόσο, η Ελλάδα κατάφερε σταδιακά να επεκτείνει την κυριαρχία της κατά μήκος των ακτών του Αιγαίου Πελάγους[79].
Με την απόκτηση της ανεξαρτησίας, στο Ελληνικό κράτος υπάχθηκαν η Εύβοια, οι Κυκλάδες και οι Βόρειες Σποράδες[80]. Το 1881, με την προσάρτηση της Θεσσαλίας, οι ελληνικές ακτές επεκτάθηκαν μέχρι τις εκβολές του Αλιάκμονα [81]. Παρά τις μεταβολές αυτές, το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου παρέμεινε αδιατάρακτο [82].
Το 1911 εμφανίστηκε μια νέα δύναμη, η Ιταλία [83]. Μέσα από σύντομο και νικηφόρο αγώνα με την Τουρκία, οι Ιταλοί κατέλαβαν τα Δωδεκάνησα [84], γεγονός που δημιούργησε νέα κατάσταση στον έλεγχο του Αιγαίου και επηρέασε τη στρατηγική και εμπορική του σημασία [85].
Η Ελληνική Επέκταση στο Αιγαίο κατά τον 20ό αιώνα
Το 1912 εξερράγη ο Βαλκανικός Πόλεμος κατά των Οθωμανών Τούρκων [86]. Η Ελλάδα, πολεμώντας στο πλευρό των άλλων βαλκανικών κρατών και ύστερα από μια σειρά στρατιωτικών επιτυχιών, κατέλαβε την Λήμνο, τη Σαμοθράκη, τη Λέσβο, τη Χίο, τη Σάμο, την Ίμβρο, την Ικαρία, την Τένεδο και άλλα εδάφη [87]. Παράλληλα, η Ελλάδα καθίσταται κυρίαρχος των περισσότερων εδαφών που καταλήφθηκαν [88].
Με την Επανάσταση στο Θέρισο το 1905, η Κρήτη ενσωματώθηκε στην Ελλάδα [89]. Κατά τη διάρκεια του Βαλκανικού Πολέμου και τις επόμενες δεκαετίες, η Ελλάδα προχώρησε στην ενσωμάτωση σημαντικών περιοχών: η Θεσσαλονίκη το 1912, η Καβάλα στις 29 Ιουνίου 1915 και η Ξάνθη στις 4 Οκτωβρίου 1919 [90]. Παράλληλα, έγινε απόβαση ελληνικών δυνάμεων στη Σμύρνη, με τον Ελληνικό Στρατό να φθάνει στα ενδότερα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπό εντολές των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Αμερική) [91].
Για πρώτη φορά από το 1453, η Κωνσταντινούπολη, το Νοέμβριο του 1918, τέθηκε υπό συμμαχικό έλεγχο και ελληνικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στην προκυμαία της [92], σε ατμόσφαιρα συγκινητικής έξαρσης.
Αξιοσημείωτο είναι το ιστορικό απόσπασμα του Αλέξανδρου Δαμιανού, που περιγράφει την ενεργό δράση του Ελευθερίου Βενιζέλου στην Κρήτη και στη Θεσσαλονίκη, με την ίδρυση επαναστατικής κυβέρνησης και τη συνεργασία με τους συμμάχους [93]. Τα ελληνικά στρατεύματα, μαζί με τα συμμαχικά υπό τον Γάλλο Στρατηγό Ντ’ Εσπεραί, νίκησαν τους Γερμανούς και Βούλγαρους προς τον Βορρά και τους Τούρκους προς Ανατολάς[94].
Η Γερμανία, παρά την αρχική της ισχύ, αναγκάστηκε να παραδοθεί μετά την είσοδο των Η.Π.Α. στον πόλεμο και τη φθινοπωρινή επίθεση του Στρατάρχη Φως, με την υπογραφή της ανακωχής στις 11 Νοεμβρίου 1918 [95]. Οι Τούρκοι, εξουθενωμένοι, υπέγραψαν άνευ όρων την υποταγή τους στο Μούδρο στις 17/30 Οκτωβρίου 1918, ενώ ο ενωμένος στόλος των νικητριών δυνάμεων έπλεε στην Κωνσταντινούπολη [96].
Το Αιγαίο και η Ελληνική Κυριαρχία κατά τον 20ό αιώνα
Ο Στρατηγός Βάκκας περιγράφει με ζωντάνια το σκίρτημα των ομογενών της Κωνσταντινούπολης κατά τον κατάπλου του ελληνικού στόλου στο λιμάνι της Επταλόφου [97]:
«… Οι συνωθούμενοι σιωπηλά στην παραλία Έλληνες έμειναν αποσβολωμένοι. Εμβρόντητοι. Αδύνατον να πιστέψουν εις τα ώτα τους… Αλλ’ η μεγάλη μπάντα του θωρηκτού εξηκολούθειτο ‘Σε γνωρίζω από την κόψη’ και οι φθόγγοι του θείου εμβατηρίου εδόνουν τον αέρα. Την πρώτην βουβήν έκπληξινδιεδέχθη κύμα χαράς, που επλημύρισε τα πρόσωπά τους, ένα αλληλοκύταγμα σκλάβων που ξαναγεννώνται. Και μόλις η μουσική έφθασε εις την στροφήν ‘Χαίρε, ω χαίρε ελευθεριά’, τα πλήθη ξέσπασαν. Ένα παραλήρημα ενθουσιασμού, ένα μυριόστομο ‘ΖΗΤΩ’, μια ασύλληπτη και απερίγραπτη φρενίτιςδιεχύθη στα κύματα της έξαλλης πλέον ανθρωποθάλασσας… Ποτέ ελληνικαί ψυχαί δεν επευφήμησαν τον ΕλευθέριονΒενιζέλον όσον το αξέχαστο εκείνο πρωϊνόν οι εκατοντάδες χιλιάδες των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως…».
Την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων, η Ελλάδα κατέλαβε όλα τα νησιά του Αιγαίου, εκτός από τα Δωδεκάνησα, τα οποία παρέμεναν υπό Ιταλική κατοχή [98]. Ακολούθησε ο Ελληνοβουλγαρικός Πόλεμος, με κατάληψη των ακτών της Ανατολικής Μακεδονίας. Με τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για πρώτη φορά βρέθηκαν υπό τον έλεγχο της Ελλάδας όλες οι ακτές της Θράκης και της Δυτικής Μικράς Ασίας [99].
Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 υπήρξε οδυνηρή και απειλητική για τα μεγάλα νησιά του Αιγαίου, αλλά η κυριαρχία τους διασφαλίστηκε τελικά από τον Ελευθέριο Βενιζέλο με τη Συνθήκη της Λοζάνης της 24ης Ιουλίου 1923 [100]. Οι νήσοι που παρέμειναν υπό Τουρκική κατοχή ήταν η Ίμβρος και η Τένεδος.
Ο Winston Churchill, στο έργο του The World Crisis (1925), περιγράφει με ωμή ειλικρίνεια τη δοκιμασία της Μικρασίας[101]:
«… Δεκαπέντε, μόλις μέρες μετά την 26η Αυγούστου 1922, ο Ελληνικός Στρατός, όστις εισήλθε εις την Ανατολήν ως εντολοδόχος της Μεγάλης Βρετανίας, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γαλλίας και επί τρία συνεχή έτη απετέλεσε το στήριγμα της Συμμαχικής Πολιτικής εναντίον των Τούρκων, αλλά, συγχρόνως και το αντικείμενο των ενδοσυμμαχικώνδολοπλοκιών, κατεστρέφετο και ερρίπτετο εις την θάλασσαν».
Συνεχίζει δε:
«Η εις την Ευρώπην είσοδος και πάλιν των Τούρκων, ως αχαλινώτων και ατιθασεύτων κατακτητών, απετέλεσε την χειροτέραν δια τους Συμμάχους ταπείνωσιν».
Η περίοδος αυτή καταδεικνύει ότι, παρά τις αλλεπάλληλες συμφορές και τις παρεμβάσεις ξένων δυνάμεων, η Ελλάδα κατάφερε να διατηρήσει και να ενισχύσει την κυριαρχία της επί του Αιγαίου Πελάγους, θέτοντας τις βάσεις για τη σύγχρονη εθνική και ναυτική παρουσία στην περιοχή [102].
Παρά ταύτα, και παρά το γεγονός ότι η Τουρκία υπήρξε σύμμαχος του Κάιζερ της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και παρέμεινε ουδέτερη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα πολέμησε στο πλευρό των συμμάχων και υπέστη τεράστιες θυσίες, σχεδόν ολοκαύτωμα για τη νίκη των συμμάχων [103]. Καθώς οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έπεφταν αμαχητί στα χέρια των Γερμανών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα κράτησε την προέλαση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας επί 9 μήνες, καθυστερώντας την περαιτέρω πορεία των Γερμανών και συμβάλλοντας ουσιαστικά στην αποτυχία τους στη Σοβιετική Ένωση [104]. Παρ’ όλα αυτά, η Δυτική Συμμαχία ανέχθηκε το έγκλημα κατά της Κύπρου το 1974 και συνεχίζει να ανεχθεί τις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, προσβάλλοντας έμμεσα την ελληνική κυριαρχία και αξιοπρέπεια [105].
Η καταστροφή της Μικράς Ασίας προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερο πλήγμα, καθώς οι τότε σύμμαχοι της Ελλάδας συνέβαλαν, έμμεσα ή άμεσα, στον εξοπλισμό του επαναστάτη ΚεμάλΑτατούρκ.^4 Αυτός, με στρατηγική και βία, εξαφάνισε τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, πραγματοποιώντας μια πρωτοφανή γενοκτονία που κατέστρεψε τον ελληνικό πολιτισμό των παραλίων της περιοχής, ο οποίος άνθιζε για περίπου 3.000 χρόνια [106].
Η εθνολογική αλλοίωση που προέκυψε αποτέλεσε το επισφράγισμα της ιστορικής αυτής τραγωδίας. Όπως παρατηρεί ο Κωνσταντίνος Σακελλαρόπουλος στο έργο του «Σκιά της Δύσεως»: «Ουδαμού η νίκη δεν είχεν υπάρξει τόσο όσον επί των Τούρκων πλήρης. Αλλά και ουδαμού το κύρος των νικητών δεν υπέστη αλαζωνικώτερον εμπαιγμόν… Τέσσερα έτη αργότερον οι φλύαροι την μετέβαλον εις ήτταν… Όλαι αι ωαίαικαυχησιολογίαι της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών… ωδήγησαν τους προ ολίγον ισχυρούς του Κόσμου εις το πικρόναυτό και επονείδιστον τέλος» [107].
Η εθνολογική σύνθεση του Αιγαίου, η οποία είχε διατηρηθεί αδιατάρακτη για 3.000 χρόνια, διαταράχθηκε μόνο μετά το 1922. Ο Σακελλαρόπουλος επισημαίνει σε άλλο σημείο: «Πρωτοφανές ίσως εις την ιστορίαν όλων των εποχών το φαινόμενον αυτό συμμάχων… ετάχθησαν αναφανδόν… παρά το πλευρόν του εχθρού… Φαινόμενον τραγικόν δια την Ελλάδα εις επακόλουθα, αφού αυτό έγινε μια από τας κυρίας αιτίας της Μικρασιατικής συμφοράς… Διότι αυτό ωδήγησε μετά τέσσερα έτη, εις την Λωζάννην… δεν κατώρθωσε, παρά να επισημοποιήση την συνθηκολόγησιν, όχι πλέον της Τουρκίας απέναντι της Ευρώπης, αλλά της Ευρώπης απέναντι της Τουρκίας» [108].
Στη σελίδα 59 του έργου του Σακελλαρόπουλου, σημειώνεται ότι «την 15η Μαΐου 1919, ο μετ’ ολίγον αρχηγός των Τούρκων επαναστατών διωρίζετο, συμφωνούντων και των Συμμάχων, στρατιωτικός επιθεωρητής εις την Μικράν Ασίαν… Η απόφασις, λοιπόν, του ανωτάτου συμμαχικού συμβουλίου να στείλη ελληνικόν στρατόν εις την Μικράν Ασίαν υπήρξε σύγχρονο σχεδόν με την απόφασιν της τουρκικής κυβερνήσεως να στείλη, εις την Μικράν Ασίαν, επίσης τον Κεμάλ. Απλή σύμπτωσις; Σύμπτωση μοιραία όντως» [109].
Περαιτέρω, στη σελίδα 111, ο ίδιος ιστορικός τονίζει: «… Οι Έλληνες όμως, σταλέντες από τους ίδιους Συμμάχους εις την Μικράν Ασίαν και αναλαβόντες κατ’ εντολήν και δια λογαριασμόν των να καταλάβουν τους Τούρκους, δεν εγκαταλείφθησαν απλώς από τους εντολείς και συμμάχους των επροδόθησαν από τους περισσοτέρους εξ αυτών…» [110] Η παραδοχή αυτή καταδεικνύει την ουσιαστική προδοσία των συμμάχων απέναντι στην Ελλάδα, η οποία βρέθηκε μόνη απέναντι στις τουρκικές δυνάμεις, παρά τις αρχικές διαβεβαιώσεις για στήριξη.
Παρά την προδοσία και την καταστροφή, η Ελλάδα κατόρθωσε να διατηρήσει την κυριαρχία της επί ολόκληρου του Αιγαίου, και το καθεστώς αυτό παρέμεινε αμετάβλητο επί 25 συνεχή έτη, δηλαδή έως το 1917 [111]. Η παρουσία του Κεμάλ Ατατούρκστην εξουσία δεν επέτρεψε την αλλοίωση της ελληνοτουρκικής συνύπαρξης στο Αιγαίο. Κατά τη διάρκεια της ηγεσίας του, ουδέποτε αμφισβήτησε την ελληνικότητα της θάλασσας και δεν επιχείρησε καμία αλλαγή στο καθεστώς της [112].
Μετά το θάνατό του το 1938 και, κυρίως, κατά την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια του τουρκικού επεκτατισμού. [113] Συγκεκριμένα, η Τουρκία, προκειμένου να εισέλθει στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων, απαίτησε την αλλοίωση του καθεστώτος του Αιγαίου, ζητώντας ως αντάλλαγμα την παραχώρηση των Δωδεκανήσων και της Σάμου. Οι σύμμαχοι άρχισαν να εξετάζουν σοβαρά τις αξιώσεις αυτές, θέτοντας σε κίνδυνο τη σταθερότητα και την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο [114].
Και το κακό δεν άργησε να φανεί, όταν, το 1943, η Σάμος καταλήφθηκε από λίγες ελληνικές και βρετανικές δυνάμεις στα πλαίσια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου [115]. Αυτή η επιβίβαση δυνάμεων ήταν η πρώτη ενέργεια απελευθέρωσης ελληνικού τμήματος από τον κατακτητή, δηλαδή το πρώτο ελληνικό έδαφος που απελευθερωνόταν. Παρ’ όλα αυτά, αντί για επίσημους πανηγυρισμούς, οι Άγγλοι κράτησαν το νησί σε πλήρη απομόνωση. Η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στη Μέση Ανατολή, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειές της, δεν κατόρθωσε να έρθει σε επαφή με τη Σάμο. Ο Υπουργός Εμμανουήλ Σοφούλης, με την άφιξή του, διαπίστωσε έκπληκτος ότι τα τηλεγραφήματα που στέλνονταν μέσω του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής δεν παραδίδονταν στους Έλληνες από τους Άγγλους παραλήπτες [116].
Χαρακτηριστική είναι η πληροφορία από τα απόρρητα αρχεία του Foreign Office της Αγγλίας, σύμφωνα με την οποία ένα διάγγελμα του Βασιλιά Γεωργίου Β΄ προς τους Σάμιους ουδέποτε έφθασε στη Σάμο. Στο σχετικό φάκελο PIC/190/2 αναγράφεται η ένδειξη «δεν απεστάλη ποτέ» [117].
Ως εκ θαύματος, η Σάμος σώθηκε γιατί η Αγγλία δεν διέθετε ισχυρές ναυτικές δυνάμεις για να απελευθερώσει το Αιγαίο και να το παραδώσει αμαχητί στα χέρια των Τούρκων. Η εκστρατεία κατά των Δωδεκανήσων και της Σάμου κινδύνευσε να καταρρεύσει. Με αυτό τον τρόπο, η Τουρκία παρέμεινε αδρανής, αντιλαμβανόμενη ότι οι Σύμμαχοι δεν διέθεταν ισχυρό στόλο για την υλοποίηση των επεκτατικών της σχεδίων [118].
Όταν έληξαν οι πολεμικές επιχειρήσεις στα νησιά του Αιγαίου, εγκαταστάθηκε ελληνική διοίκηση σε όλα, εκτός από τα Δωδεκάνησα, τα οποία παρέμειναν υπό ιταλική κατοχή μέχρι τις 10 Φεβρουαρίου 1947. Τότε υπογράφηκε η Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων, που τερμάτισε επίσημα τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά τη σύσκεψη αυτή, τα Δωδεκάνησα διεκδικούσαν οι Ιταλοί και οι Τούρκοι, αλλά, μετά από έντονες παρασκηνιακές ενέργειες, παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα ως ελάχιστος φόρος τιμής για τις θυσίες της στο πλευρό των συμμάχων [119].
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθούν τα «παχιά» λόγια των διάφορων συμμαχικών παραγόντων της περιόδου για τα κατορθώματα των Ελλήνων, τα οποία επιβεβαιώνουν τη συμβολή τους στη νίκη και την υπεράσπιση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων [120].
Ο Sumner Welles, Υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, ανέφερε: «Κανένα έθνος εις την Ευρώπην δεν ηγωνίσθη γενναιότερον του Ελληνικού εναντίον του Άξονος. Συνθήκη Ειρήνης παρέχουσα εις τον Ελληνικόν Λαόν το μέγιστον όριον ασφαλείας, θα αποτελή προπύργιον δια μιανελευθέραν και σταθεράν τάξιν εις την Ανατολικήν Μεσόγειον»[121].
Ο Harold Nicolson, στις 11 Νοεμβρίου 1942, τόνιζε: «… Όχι. Δεν έχουμε λησμονήσει. Και μια μέρα θα πληρώσωμεν το χρέος που οφείλομεν» [122]. Ο Winston Churchill, στις 31 Ιανουαρίου 1943, υπογράμμιζε: «Μετά τον πόλεμον η Ελλάς θα αποκατασταθή απολύτως και θα λάβη την θέσιν που της αξίζει μεταξύ των νικητών» [123]. Ο Άγγλος υπουργός Noel Baker, στις 21 Μαΐου 1942, δήλωνε: «Σας δίνω τον λόγο της τιμής μου, ότι όλαι αι θυσίαι του Ελληνικού λαού δεν θα αποβούν εις μάτην. Δεν θα ξεχάσωμεν ποτέ την Ελλάδα» [124].
Και, όμως, μπροστά στην αιωνιότητα, τι είναι 50 χρόνια; Απολύτως τίποτα. Οι υποσχέσεις ξεχάστηκαν, η τραγωδία της Κύπρου ανεχθήκαμε και οι σημερινές επεκτατικές διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο παραμένουν ανεπίλυτες, αν και γνωρίζουν όλοι ποια θα είναι η τελική έκβαση αυτών των διεκδικήσεων [125]. Το ερώτημα, λοιπόν, που πλανάται είναι: Θα επιτρέψουν οι Σύμμαχοι στην Τουρκία να καταλύσει τη σημερινή κατάσταση στο Αιγαίο; Θα επιτρέψουν στον εαυτό τους να διαπράξουν ακόμα μια προδοσία;
Μετά από ένα τόσο ένδοξο ελληνικό παρόν και παρελθόν, η Τουρκία σήμερα επιχειρεί να αμφισβητήσει την ελληνικότητα του Αιγαίου. Μέσα από διάφορες ενέργειες και μεθόδους δημιουργεί τετελεσμένα γεγονότα, ακολουθώντας το προηγούμενο του 1974 στην Κύπρο. Παρά την παγκόσμια κατακραυγή και τα ψηφίσματα της Ολομέλειας του ΟΗΕ και του Συμβουλίου Ασφαλείας, η Τουρκία παραμένει αμετακίνητη[126].
Η Τουρκία έχει καταλάβει περίπου το 40% του κυπριακού εδάφους, παραβιάζοντας κάθε έννοια δικαίου και λογικής, ενώ 200.000 Ελληνοκύπριοι παραμένουν πρόσφυγες στο νότιο τμήμα της Κύπρου. Η κρίση του Αιγαίου, λοιπόν, δεν είναι απομονωμένο ζήτημα· έχει σαφή πολιτικά κίνητρα και συνδέεται στενά με την κυπριακή κρίση, αποτελώντας πρώτα δείγματα του τουρκικού επεκτατισμού σε μια από τις πλέον εκρηκτικές περιοχές της Μεσογείου [127]
Οι Πρόνοιες του Διεθνούς Δικαίου για τη Διασφάλιση της Ελληνικής Επικράτειας
Καλό είναι να διευκρινίσουμε, στη συνέχεια, και να επιστήσουμε την προσοχή στους παραδεδεγμένους κανόνες και στις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου που αφορούν το Αιγαίο. Η Τουρκία απειλεί, διεκδικεί, αμφισβητεί και ασκεί κυριαρχία στην ελληνική επικράτεια του Αιγαίου, επειδή δεν υπάρχει αποτελεσματική ελληνική αμυντική στρατηγική για την αποτροπή των εθνικών κινδύνων. Η πολιτική ηγεσία οφείλει να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα που παρέχει το διεθνές δίκαιο, ώστε η Ελλάδα να διασφαλίσει την κυριαρχία και την εδαφική της ακεραιότητα. Αυτό περιλαμβάνει τον καθορισμό της επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, την αιγιαλίτιδα ζώνη, την εκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου και τη θέσπιση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) [128].
Η Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, 1982) αναφέρει ρητά στο άρθρο 121, παράγραφος 2, ότι όλα τα νησιά και οι νησίδες, με εξαίρεση τους βράχους που δεν μπορούν να έχουν δική τους οικονομική ζώνη, διαθέτουν ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα με τον ίδιο τρόπο που ισχύει για τις ηπειρωτικές περιοχές [129]. Το μεγάλο αυτό πλεονέκτημα της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας υπονομεύεται όταν η πολιτική ηγεσία δεν εφαρμόζει τα δικαιώματα που προβλέπει το διεθνές δίκαιο, με αποτέλεσμα την ανατροπή στρατηγικών συσχετισμών που θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα της χώρας.
Η μη ορθολογική αξιοποίηση των αξιωμάτων της εθνικής στρατηγικής από τους συντελεστές σχεδιασμού και άσκησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής θα έχει ως συνέπεια τη συρρίκνωση της ελληνικής επικράτειας και την απώλεια ζωτικών εθνικών συμφερόντων. Οι τρέχουσες συγκυρίες απαιτούν την άμεση οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, την εφαρμογή του δικαίου της θάλασσας για τα 12 μίλια αιγιαλίτιδας ζώνης και τη θέσπιση ΑΟΖ. Η εθνική ασφάλεια προϋποθέτει την πλήρη αξιοποίηση των προνοιών του διεθνούς δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας, ώστε να εξασφαλιστεί η ακεραιότητα της ελληνικής επικράτειας [130].
Η ελληνοτουρκική διαφωνία απορρέει, κατά κύριο λόγο, από την άρνηση της Τουρκίας να αναγνωρίσει ότι τα νησιά του Αιγαίου διαθέτουν υφαλοκρηπίδα. Σύμφωνα με τους κανόνες του διεθνούς δικαίου, τα νησιά έχουν δικαίωμα στη δική τους υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ [131]. Τα νησιά αυτά αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής επικράτειας και μόνο η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να ασκεί κυριαρχικά και αποκλειστικά δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα για σκοπούς έρευνας, εξερεύνησης και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων [132].
Η προστασία της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο απαιτεί συνεπώς την πλήρη αξιοποίηση του διεθνούς δικαίου και των προβλεπόμενων μηχανισμών του Δικαίου της Θάλασσας, ώστε η Ελλάδα να διατηρήσει την εδαφική της ακεραιότητα, να αποτρέψει κάθε ξένη αμφισβήτηση και να ενισχύσει την αποτρεπτική στρατηγική της στην περιοχή [133].
Τι διατείνονται Ελλάδα και Τουρκία και τι προβλέπει η Διεθνής Νομοθεσία – Παρατηρήσεις επί της διαφοράς
Η Τουρκία ζητάει, ουσιαστικά, τη μοιρασιά των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στο Αιγαίο. Από τη μελέτη της σειράς γεγονότων προκύπτει ότι η διαφορά Ελλάδος–Τουρκίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας οφείλεται κυρίως στην εμμονή της Τουρκίας να αρνείται ότι τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου διαθέτουν δική τους υφαλοκρηπίδα, ισχυριζόμενη ότι αυτά αποτελούν φυσική προέκταση της χερσονήσου της Ανατολίας [134].
Η θέση αυτή της Τουρκίας είναι λανθασμένη, καθώς αντίκειται στους διεθνώς παραδεδεγμένους κανόνες, ιδιαιτέρως δε στη Σύμβαση της Γενεύης του 1958, η οποία ρυθμίζει σαφώς το θέμα της υφαλοκρηπίδας [135]. Η μορφολογία του βυθού δεν ακολουθεί πάντοτε τη συνήθη διαμόρφωση· η υφαλοκρηπίδα μπορεί να εκτείνεται μέχρι 300 μίλια, αλλού λιγότερο, ενώ αλλού η ακτή καταπίπτει απότομα σε μεγάλα βάθη, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ουσιαστικά υφαλοκρηπίδα. Για τον λόγο αυτό, η Σύμβαση της Γενεύης έδωσε ευρύτερο περιεχόμενο στον όρο «υφαλοκρηπίδα», ώστε να ξεκαθαρίζονται ακόμα και οι πλέον λεπτές αμφιβολίες [136].
Σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης της Γενεύης (άρθρα 1–6), προκύπτουν τα ακόλουθα βασικά σημεία:
1. Ελεύθερη χρήση των υδάτων πάνω από την υφαλοκρηπίδα: Τα ύδατα αυτά είναι ελεύθερα για ναυσιπλοΐα, αλιεία, έρευνα και πειραματισμό, ακόμη και για την τοποθέτηση υποβρυχίων καλωδίων ή αγωγών, υπό τον όρο ότι δεν παρεμποδίζεται η εξερεύνηση και εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας από το παράκτιο κράτος[137]. Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, το παράκτιο κράτος οφείλει να μην παρενοχλεί αδικαιολόγητα τη ναυσιπλοΐα, την αλιεία και τη συντήρηση των βιολογικών πόρων, ούτε να εμποδίζει επιστημονικές έρευνες που γίνονται για δημοσίευση αποτελεσμάτων.
2. Απαραβίαστο της υφαλοκρηπίδας: Η υφαλοκρηπίδα είναι απαραβίαστη όσον αφορά την εξερεύνηση και εκμετάλλευσή της. Κανένα κράτος δεν έχει το δικαίωμα να διεξάγει εργασίες εξερεύνησης στην υφαλοκρηπίδα άλλου κράτους [138]. Σχετικά με τις επιστημονικές έρευνες, το άρθρο 5, παράγραφος 8, της Σύμβασης απαιτεί τη συναίνεση του κράτους που κατέχει την υφαλοκρηπίδα. Η έγκριση αυτή παρέχεται σε οργανισμούς που διασφαλίζουν ότι οι έρευνες θα έχουν αποκλειστικά επιστημονικό χαρακτήρα και τα αποτελέσματα θα δημοσιευθούν. Σε αυτή την περίπτωση, το κράτος της υφαλοκρηπίδας διατηρεί το δικαίωμα να συμμετέχει ή να εκπροσωπείται στις έρευνες [139].
Η ανάλυση αυτή καθιστά σαφές ότι οι τουρκικοί ισχυρισμοί δεν βρίσκουν υπόσταση στο διεθνές δίκαιο. Τα νησιά του Αιγαίου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής επικράτειας, και μόνο η Ελλάδα μπορεί να ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα στην υφαλοκρηπίδα τους, διασφαλίζοντας την έρευνα, την εκμετάλλευση φυσικών πόρων και την προστασία της ναυσιπλοΐας και της αλιείας [140].
Η Υφαλοκρηπίδα και η Ελληνική Κυριαρχία στο Αιγαίο
Από τη μελέτη της Σύμβασης για την Υφαλοκρηπίδα προκύπτει ότι η υφαλοκρηπίδα αποτελεί επέκταση του βυθού της αιγιαλίτιδος ζώνης. Επομένως, το δικαίωμα επί της υφαλοκρηπίδας παρέχεται μόνο λόγω της ύπαρξης αιγιαλίτιδος ζώνης [141]. Η θέση των ακτών, οι οποίες αποτελούν την επέκταση της υφαλοκρηπίδας, έχει καθοριστική σημασία για τον προσδιορισμό της έκτασης αυτού του δικαιώματος. Σημαντικό είναι ότι κανένας άλλος παράγοντας, όπως ο πληθυσμός ή το εμβαδόν της ξηράς, δεν παρέχει δικαίωμα επί της υφαλοκρηπίδας· μόνο οι ακτές είναι καθοριστικές [142].
Για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία σχετικά με την έννοια του όρου «ακτή», το άρθρο 1, παράγραφος 2, της Σύμβασης ορίζει ρητά ότι «to the seabed and subsoil of similar submarine areasadjacent to the coasts of islands», δηλαδή οι ακτές των νησιών περιλαμβάνονται στον όρο «ακτή» [143].
Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της Σύμβασης αναφέρεται στις «ειδικές περιστάσεις» (special circumstances), που δικαιολογούν διαφορετικό καθορισμό ορίων. Τέτοιες περιστάσεις δεν ισχύουν για το Αιγαίο, καθώς υπάρχουν επίσημοι χάρτες που αποτυπώνουν τη διαχωριστική γραμμή, και η ελληνική κυριαρχία επί των νησιών και της αιγιαλίτιδος ζώνης είναι αναγνωρισμένη και επικυρωμένη διεθνώς [144].
Επιπλέον, η αναγνώριση της ανεξαρτησίας και της κυριαρχίας του Ελληνικού Κράτους επί των ηπειρωτικών και νησιωτικών εδαφών έχει κατοχυρωθεί με σειρά διεθνών συνθηκών:
1. Συνθήκη της Λοζάνης (24 Ιουλίου 1923): Υπογράφηκε από Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ελλάδα, Ρουμανία, Σερβία και Τουρκία. Επιβεβαιώνει την ελληνική κυριαρχία σε όλη την ελληνική επικράτεια, συμπεριλαμβανομένων των νησιών του Αιγαίου [145].
2. Ιταλοτουρκικές Συμφωνίες (4 και 28 Ιανουαρίου 1932, Άγκυρα): Ορίζουν τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ Καστελόριζου, λοιπών νησιών της Δωδεκανήσου και των μικρασιατικών ακτών [146].
3. Συνθήκη του Μοντρέ (20 Ιουλίου 1930): Συμφωνία μεταξύ Αγγλίας, Αυστραλίας, Βουλγαρίας, Γαλλίας, Ιαπωνίας, Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας, Ρωσίας και Τουρκίας. Επιβεβαιώνει την αδιαμφισβήτητη ιδιοκτησία της Ελλάδας στα νησιά του Αιγαίου [147].
4. Συνθήκη των Παρισίων (10 Φεβρουαρίου 1947):Υπογράφηκε μεταξύ ΗΠΑ, Κίνας, Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας, Ρωσίας, Αυστραλίας, Βελγίου, Βραζιλίας, Αιθιοπίας, Ελλάδας, Ινδιών, Νέας Ζηλανδίας, Κάτω Χωρών, Πολωνίας, Τσεχοσλοβακίας, Νοτιοαφρικανικής Ένωσης, Γιουγκοσλαβίας, Ουκρανίας και Ιταλίας. Επιβεβαιώνει την ελληνική κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων [148].
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η Ελλάδα έχει πλήρη κυριαρχία επί των νησιών και των ακτών του Αιγαίου, η οποία είναι νομικά κατοχυρωμένη και αναγνωρισμένη διεθνώς. Η υφαλοκρηπίδα των νησιών αυτών αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ελληνικής επικράτειας, και η Ελλάδα έχει αποκλειστικό δικαίωμα έρευνας και εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων της [149].
Νομική θεμελίωση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο
Η άποψη της τουρκικής κυβέρνησης σχετικά με την υφαλοκρηπίδα των ελληνικών νησιών του Αιγαίου είναι νομικά εσφαλμένη, καθώς έρχεται σε αντίθεση με τη διεθνή νομολογία και ιδιαίτερα με τη Συνθήκη της Γενεύης για την Υφαλοκρηπίδα του 1958. Η σύμβαση αυτή κωδικοποιεί το διεθνές εθιμικό δίκαιο και τις αρχές που ίσχυαν ήδη και ήταν διεθνώς παραδεκτές [150].
Στην Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1982, οι αποφάσεις επικύρωσαν τα θεμελιώδη δικαιώματα των νησιών επί της υφαλοκρηπίδας, αλλά η Τουρκία δεν υπέγραψε τη σύμβαση, θεωρώντας ότι της δίνει το δικαίωμα να θέτει το θέμα της υφαλοκρηπίδας ως πολιτικό και όχι νομικό ζήτημα. Ωστόσο, η διεθνής νομιμότητα δεν επιτρέπει σε καμία χώρα να παραβιάζει πάγιους κανόνες διεθνούς συμπεριφοράς επικαλούμενη ότι δεν αποδέχεται ή δεν έχει υπογράψει σχετικές διεθνείς συμφωνίες [152].
Επιπλέον, το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης της Χάγης, με την απόφασή του της 19ης Δεκεμβρίου 1978 (παράγραφος 31), χαρακτήρισε ρητά τη διαφορά για την υφαλοκρηπίδα νομική, επιβεβαιώνοντας ότι η Ελλάδα ασκεί αποκλειστικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας των νησιών της [153].
Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Γενεύης του 1958, η υφαλοκρηπίδα ορίζεται ως ο πυθμένας και το υπέδαφος που εκτείνονται δίπλα σε μια ακτή [154]. Η περιγραφή αυτή έχει επικυρωθεί από πολλές χώρες και ενσωματώθηκε στο διεθνές δίκαιο μέσω της απόφασης του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης το 1969. Τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου, ιστορικά και νομικά, ανήκουν αναμφισβήτητα στην Ελλάδα, και συνεπώς το δικαίωμα κυριαρχίας επί της υφαλοκρηπίδας είναι απόλυτο[155].
Η νομική κατάσταση και τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο
Η ιστορική εξέλιξη των συνθηκών και των διεθνών συμφωνιών διαμόρφωσε τη νομική κατάσταση που επικρατεί σήμερα στο Αιγαίο. Στο Αιγαίο, τα σύνορα καθορίζονται από τα χωρικά ύδατα κάθε κράτους, και η διάταξη και το πλήθος των ελληνικών νησιών κατοχυρώνουν την αδιαίρετη ελληνική κυριαρχία επί του Αιγαίου Πελάγους. Τα ελληνικά χωρικά ύδατα και οι υφαλοκρηπίδες των νησιών αλληλοκαλύπτονται, καλύπτοντας σχεδόν όλο το Αιγαίο, εξασφαλίζοντας πλήρη ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα [156].
Η Ελλάδα δικαιούται, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και τη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, 1982), να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια[157]. Αν και η επέκταση αυτή δεν είναι υποχρεωτική, αποτελεί το ανώτατο όριο που μπορεί να ασκήσει ένα κράτος, και η εφαρμογή της θα έλυνε οριστικά κάθε αμφισβήτηση σχετικά με την ελληνική υφαλοκρηπίδα [158].
Η Συνθήκη της Γενεύης για την Υφαλοκρηπίδα (1958) και η διεθνής εθιμική νομολογία καθορίζουν ότι τα νησιά έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα, η οποία αποτελεί συνέχεια της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας [159]. Η ελληνική ηπειρωτική και νησιωτική υφαλοκρηπίδα συνιστούν μία αδιάσπαστη ενότητα, η οποία εμποδίζει την ύπαρξη τουρκικής υφαλοκρηπίδας δυτικά των ελληνικών νησιών [160]. Συνεπώς, για την Ελλάδα, τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο είναι πλήρη και αδιαμφισβήτητα.
Το status quo στο Αιγαίο επιβεβαιώθηκε διεθνώς μέσω συνθηκών, όπως η Συνθήκη της Λοζάνης (1923), η οποία καθόρισε σαφώς το εδαφικό και νησιωτικό καθεστώς Ελλάδας και Τουρκίας [161]. Η Ελλάδα ενεργεί σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένους κανόνες και αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, οι οποίοι κατοχυρώνουν και επιβεβαιώνουν τα κυριαρχικά δικαιώματά της στο Αιγαίο [162].
Η Τουρκική στάση και η ανάγκη εφαρμογής του διεθνούς δικαίου για την ελληνική υφαλοκρηπίδα
Για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, η Τουρκία εμφανίζεται απρόθυμη να κινηθεί εντός νομικών πλαισίων, καθώς δεν διαθέτει τέτοια δικαιώματα. Η τουρκική κυβέρνηση χρησιμοποιεί το θέμα της υφαλοκρηπίδας ως πρόσχημα για την προώθηση διεκδικήσεων σε βάρος της ελληνικής επικράτειας[163]. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, η Τουρκία δεν έχει δικαίωμα να διεξάγει οποιεσδήποτε δραστηριότητες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, είτε πρόκειται για εξερεύνηση, εκμετάλλευση, έρευνα ή άλλες ενέργειες [164].
Η Τουρκία επιχειρεί να δημιουργήσει νομικά προηγούμενα μέσω παραβιάσεων, απειλών, πιέσεων και συγχύσεως γύρω από τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην νησιωτική υφαλοκρηπίδα [165]. Ο σκοπός αυτής της στρατηγικής είναι η πολιτικοποίηση του ζητήματος, με απώτερο στόχο τον τουρκικό επεκτατισμό στο μέλλον [166].
Η κλιμάκωση των τουρκικών απειλών καθιστά σαφές ότι το εθνικό συμφέρον απαιτεί από τα ελληνικά στρατηγικά επιτελεία να εφαρμόσουν τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Ο σεβασμός αυτών των κανόνων αποτελεί προϋπόθεση για την εθνική επιβίωση και την προστασία της ελληνικής κυριαρχίας [167].
Σε παγκόσμιο επίπεδο, κάθε κράτος βασίζεται στην αυτοβοήθεια για την επιβίωσή του, καθώς η διατήρηση του status quo και των κυριαρχικών δικαιωμάτων αποτελεί συνεχώς αντικείμενο διαπάλης για ισχύ [168]. Η ελληνική πολιτική τάξη δεν πρέπει να ενδίδει στις διεκδικήσεις ξένων δυνάμεων στα εθνικά θέματα. Η έλλειψη αποτρεπτικής στρατηγικής καθιστά την Ελλάδα ευάλωτη σε απειλές και περιορίζει τις δυνατότητες διαχείρισης της εξωτερικής πολιτικής [169].
Η ασφάλεια της χώρας κρίθηκε και εξακολουθεί να κρίνονται από την ικανότητα της πολιτικής ηγεσίας να διαχειρίζεται τις απειλές, να εφαρμόζει εναλλακτικά σχέδια και να εξασφαλίζει τα εθνικά συμφέροντα. Η αδυναμία αυτή ενισχύει τον κίνδυνο στρατηγικής υποχώρησης απέναντι στις τουρκικές διεκδικήσεις[170].
Συμπεράσματα
Από όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι τα διδάγματα της ιστορίας ενισχύουν τις αλήθειες που αποδεικνύουν ότι το Αιγαίο αποτελεί το λίκνο του Ελληνισμού. Τα ιστορικά στοιχεία για την περιοχή πιστοποιούν το πότε διαμορφώθηκε ο ελληνικός πολιτισμός, από πότε εμφανίστηκαν και εγκαταστάθηκαν οι Αιγαίοι Έλληνες και ποια ήταν τα εθνολογικά χαρακτηριστικά τους, ήδη από το 3.000 π.Χ. Τα δεδομένα αυτά επιβεβαιώνονται από τα ερείπια αρχαίων ελληνικών πόλεων, ναών και μνημείων που σώζονται στα νησιά του Αιγαίου. Παράλληλα, μέσα από αυτά τα ευρήματα και τις ιστορικές πηγές αναδεικνύονται σημαντικές μορφές της αρχαιότητας, όπως ο Ιπποκράτης από την Κω [171], ο Πυθαγόρας από τη Σάμο [172], ο Αρίσταρχος ο Σάμιος [173], ο Όμηρος από τη Χίο [174], οι φιλόσοφοι Πιττακός και Θεόφραστος από τη Λέσβο [175], ο Παναίτιος από τη Ρόδο [176], αλλά και ο Απολλώνιος και ο Αθηνόδωρος από τη ρητορική σχολή της Ρόδου [177].
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν χαθεί το Αιγαίο, χάνεται και η Ελλάδα. Οι ακτές του Αιγαίου φθάνουν τα 10.942,8 χιλιόμετρα[178], ενώ η συνολική έκταση των νησιών αποτελεί περίπου το ένα πέμπτο της ελληνικής επικράτειας. Την ίδια στιγμή, η Τουρκία, αρνούμενη τη διεθνή νομιμότητα, επιδιώκει, μέσω της αναθεωρητικής της πολιτικής, να επιβάλει συνεκμετάλλευση και διαμοιρασμό των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων [179].
Πρέπει να επισημανθεί ότι το στρατηγικό μήκος της Τουρκίας υπολογίζεται σε 900 μίλια [180], ενώ το πλάτος της Ελλάδας σε 250 μίλια [181], συμπεριλαμβανομένων των 140 μιλίων του Αιγαίου. Εάν αφαιρεθούν αυτά τα 140 μίλια —τα οποία σήμερα επιβουλεύεται η τουρκική επεκτατικότητα— η Ελλάδα περιορίζεται να οργανώσει την άμυνά της σε ένα στρατηγικό πλάτος μόλις 110 μιλίων. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο αποτελεί στρατηγικό παραλογισμό, διότι ισοδυναμεί με την παράδοση εθνικού κυριαρχικού χώρου. Με τα σύγχρονα στρατιωτικά δεδομένα και την ταχύτητα των επιχειρησιακών μέσων, μια άμυνα σε τέτοιο πλάτος καθίσταται όχι μόνο ανεπαρκής, αλλά και πρακτικά αδύνατη. Αυτός είναι και ο απώτερος στόχος της Τουρκίας.
Υπό αυτές τις απαράδεκτες συνθήκες και τα επικίνδυνα σχέδια που εξυφαίνονται σε βάρος της χώρας, δεν μπορεί να υπάρξει ελληνική κυβέρνηση που θα υποχωρήσει έστω και κατ’ ελάχιστον στις τουρκικές απαιτήσεις στο Αιγαίο. Οι πάγιες θέσεις της Τουρκίας εστιάζουν στη de facto διχοτόμηση του επιχειρησιακού χώρου σε ποσοστό 50%, μια θέση που έχει οδηγήσει σε πλήρες αδιέξοδο, καθώς δεν πρόκειται για θέμα διαλόγου αλλά για μονομερείς διεκδικήσεις. Η Ελλάδα οφείλει να χρησιμοποιήσει τη «σωστή δόση ισχύος», διότι η αδυναμία της τροφοδοτεί τον επιθετικό χαρακτήρα της τουρκικής πολιτικής.
Είναι σαφές ότι τα μεγάλα διεθνή συμφέροντα, σε μεγάλο βαθμό, εξυπηρετούν τις επιδιώξεις της Τουρκίας. Τα πολιτικοστρατιωτικά σχέδια μεγάλων δυνάμεων και Άγκυρας στην περιοχή συχνά ταυτίζονται, ενώ παρά το γεγονός ότι γνωρίζουν τις τουρκικές βλέψεις για διχοτόμηση του Αιγαίου, αποφεύγουν σταθερά να παράσχουν ουσιαστικές εγγυήσεις, ακόμη και εντός συμμαχικών πλαισίων. Η στάση αυτή θέτει σε κίνδυνο τα ελληνικά συμφέροντα, τα οποία αποτελούν κρίσιμη προϋπόθεση για την ασφάλεια και την άμυνα της χώρας.
Για αυτόν τον λόγο, απαιτείται μια υψηλή εθνική στρατηγική απέναντι στις απειλές που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Στον ανταγωνιστικό χώρο συμφερόντων της Ανατολικής Μεσογείου, η χώρα χρειάζεται στρατηγικό σχεδιασμό που θα μεγιστοποιεί τα συμφέροντά της και θα διασφαλίζει την εδαφική της ακεραιότητα. Η Ελλάδα οφείλει να δημιουργήσει συμμαχίες, να εξισορροπήσει την τουρκική ισχύ και να προσδιορίσει τα μέσα πολιτικής και στρατιωτικής φύσεως που θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις απειλές.
Η ασφάλεια της πατρίδας, η εδαφική ακεραιότητα και η διατήρηση της εθνικής ανεξαρτησίας πρέπει να αποτελούν τον κεντρικό άξονα αυτής της στρατηγικής. Η απειλή είναι υπαρκτή, άμεση και αδιαμφισβήτητη. Απαιτείται πολιτική επαγρύπνηση, ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων και πλήρης ετοιμότητα για την άμυνα του εθνικού χώρου. Η Ελλάδα οφείλει να αναγνωρίσει ότι βρίσκεται μόνη της απέναντι σε μια αναθεωρητική δύναμη και πρέπει, επομένως, να κατοχυρώσει την ίδια της την επιβίωση. Αν χαθεί το Αιγαίο, χάνεται η Ελλάδα.
Η ιστορία, οι αρχαίοι ιστορικοί, οι φιλόσοφοι και οι γεωγράφοι αποδεικνύουν ότι το ελληνικό έθνος ζει στο Αιγαίο από την αυγή της ιστορίας. Οι Έλληνες του Αιγαίου αποτελούν διαχρονικά τον κυρίαρχο παράγοντα της περιοχής, γεγονός αδιαμφισβήτητο. Το Αιγαίο, λοιπόν, ανήκει στους Έλληνες από καταβολής ιστορίας.
Είναι σαφές ότι, όπως και στο παρελθόν, έτσι και στο μέλλον, η Ελλάδα θα αποδείξει ότι δεν υπάρχουν μόνο λαοί με υλική ισχύ, αλλά λαοί με ιστορία, παραδόσεις και αξιοπρέπεια. Υπεράνω κάθε συμφέροντος βρίσκεται η εθνική τιμή, για την οποία η Ελλάδα παραμένει αποφασισμένη να αγωνιστεί. Όσο για την Τουρκία, διαπράττει ιστορικό λάθος: χτυπά την πόρτα του Αιγαίου με καθυστέρηση 3.000 ετών.
Υποσημειώσεις
1. Πλούταρχος, Θησεύς, 22.
2. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 3.15· Πλούταρχος, Θησεύς, 6–10.
3. Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1.4–1.8.
4. Ηρόδοτος, Ἱστορίαι, 1.142–151.
5. Στράβων, Γεωγραφικά, βιβλία 8–10.
6. Όμηρος, Ιλιάδα και Οδύσσεια, καταλόγους νησιών.
7. Ηρόδοτος, Ἱστορίαι, 1.4.
8. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 3.1.4 — Περιγραφή του Μινώταυρου και του Λαβυρίνθου.
9. Πλούταρχος, Θησεύς, 15 — Θάνατος του Ανδρόγεουαπό τον ταύρο στην Αττική.
10. Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 4.60 — Επιβολή του φόρου αίματος στην Αθήνα.
11. Πλούταρχος, Θησεύς, 16 — Περιγραφή της διαδικασίας του κλήρου και του θρήνου των Αθηναίων.
12. Πλούταρχος, Θησεύς, 17 – Η απόφαση του Θησέα να ταξιδέψει στην Κρήτη.
13. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 3.15.7 – Ο Θησέας προσφέρεται οικειοθελώς ως ο έβδομος νέος.
14. Πλούταρχος, Θησεύς, 17–18 – Η εντολή των πανιών και η συμφωνία πατέρα–γιου.
15. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 3.15.8 – Θάνατος του Μινώταυρου.
16. Πλούταρχος, Θησεύς, 22 – Ο θάνατος του Αιγαία και η ονοματοδοσία του Αιγαίου Πελάγους.
17. Ὅμηρος, Οδύσσεια ν 21–22: περιγραφή των ανακτόρων του Ποσειδώνα στις Αιγές.
18. Ησίοδος, Θεογονία 188–200: γέννηση της Αφροδίτης από τον αφρό της θάλασσας.
19. Ομηρικός Ύμνος στον Απόλλωνα, στ. 16–30: αναφορά στη γέννηση του Απόλλωνα στη Δήλο.
20. Ὅμηρος, Ιλιάδα 18.39–51: οι Νηρηίδες και οι θαλάσσιες θεότητες.
21. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, 2.5.9–11: οι άθλοι του Ηρακλή που σχετίζονται με το Αιγαίο.
22. Απολλώνιος Ρόδιος, Αργοναυτικά, βιβλία 1–4: η Αργοναυτική Εκστρατεία.
23. Αναφορές της αρχαιολογικής έρευνας για την πρώιμη νεολιθική Θεσσαλίας και Αιγαίου· Στ. Παπαδόπουλος, Νεολιθικός Πολιτισμός στον Ελλαδικό Χώρο.
24. Θουκυδίδης, 1.4–8, για πρώιμες θαλάσσιες μετακινήσεις.
25. Ηρόδοτος, 1.56–58· Θουκυδίδης 4.109.
26. Πλούταρχος, Ελληνικά Αίτια· Στράβων, Γεωγραφικά 7.7 και 13.1.
27. Θουκυδίδης, 1.2–8.
28. Ανασκαφικά δεδομένα Νεολιθικής Θεσσαλίας, Κυκλάδων και Κρήτης· Παυσανίας 1.38.
29. Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη· Στράβων 10.4–5.
30. Πλούταρχος, Θησεύς 16–19.
31. Ὅμηρος, Ιλιάδα Β 494–759· Θουκυδίδης 1.4.
32. Πλάτων, Φαίδων 109b.
33. Θουκυδίδης, 1.23.
34. Ξενοφών, Ἑλληνικά 2.1.28–32.
35. Πλούταρχος, Κίμων 12–14.
36. Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις 1.18–20 και 2.2–3.
37. Στράβων, 14.1.
38. Προκόπιος, Περί Κτισμάτων.
39. Ηρόδοτος, 1.1–5.
40. Στράβων, 14.1.
41. Πολύβιος, 1.12.
42. Θουκυδίδης, 1.99.
43. Ηρόδοτος, 7.98–100.
44. Ὅμηρος, Ιλιάδα 2.783–785.
45. Διόδωρος Σικελιώτης, 4.11.
46. Στράβων, 13.1.
47. Πλούταρχος, Θησεύς 20–22.
48. Ηρόδοτος, 5.22.
49. Στράβων, 14.1.
50. Ηρόδοτος, 7.99–100.
51. Αρριανός, 2.15.
52. Πολύβιος, 1.12.
53. Παυσανίας 1.4.
54. Ιουστινιανός, Νομοθεσία.
55. Προκοπίου, Πολεμικά 1.20.
56. Ιωάννης Μαυροκέρας, Χρονικόν.
57. Νικηφόρος Φωκάς 961 μ.Χ.
58. Βενετικά Αρχεία, 11ος αι.
59. Γενοβέζικα Χρονικά, 1204.
60. Χρονικά της Κρήτης και Πελοποννήσου.
61. Οθωμανικά Χρονικά, 15ος αι.
62. Πτώση Κωνσταντινουπόλεως, 29-5-1453.
63. Αρχεία Βενετίας και Οθωμανών.
64. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.
65. Πηγές Ελληνικής Επανάστασης 1821.
66. Αρχείο Ρωσικού Στόλου, 1768.
67. Συνθήκες Ρωσίας–Οθωμανών 1768–1774.
68. Ναυμαχία Τσεσμέ 1770.
69. Συνθήκη Κιουτσούκ Καϊναρτζή 1774.
70. Ναυτικά αρχεία Αγγλίας και Γαλλίας.
71. Ιστορία ελληνικού εμπορίου (Ύδρα κ.λπ.).
72. Χρονικά 1821–1827.
73. Ναυμαχία Ναυαρίνου 1827.
74. Συμμαχία Αγγλίας–Γαλλίας–Ρωσίας.
75. Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας 1830.
76. Χρονικά Ανεξαρτησίας.
77. Στρατηγικά σχέδια για έλεγχο θαλασσών.
78. Ναυμαχία Ναυαρίνου (επανάληψη).
79. Επέκταση ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο.
80. Υπόχρευση Εύβοιας, Κυκλάδων κ.λπ.
81. Προσάρτηση Θεσσαλίας 1881.
82. Καθεστώς νησιών Αιγαίου.
83. Εμφάνιση Ιταλίας 1911.
84. Κατάληψη Δωδεκανήσων.
85. Επιπτώσεις στον έλεγχο Αιγαίου.
86. Έναρξη Βαλκανικού Πολέμου 1912.
87. Κατάληψη νησιών (Λήμνος κ.λπ.).
88. Κυριαρχία Ελλάδας.
89. Ενσωμάτωση Κρήτης 1905.
90. Ενσωμάτωση Θεσσαλονίκης κ.λπ.
91. Απόβαση στη Σμύρνη.
92. Έλεγχος Κωνσταντινούπολης 1918.
93. Δράση Βενιζέλου.
94. Συμμαχικές νίκες.
95. Ανακωχή 11-11-1918.
96. Υποταγή Τούρκων στο Μούδρο.
97. Στρατηγός Βάκκας.
98. Κατάληψη νησιών Αιγαίου (εξαιρούνται Δωδεκάνησα).
99. Έλεγχος Ελλάδας στη Θράκη και Μ. Ασία.
100. Συνθήκη Λοζάνης 1923.
101. Churchill, The World Crisis, 1925.
102. Εδραίωση ελληνικής κυριαρχίας.
103. St. Clair, Greece and the Allies, 1952.
104. Mazower, Inside Hitler’s Greece, 1993.
105. Tsokopoulos, Το Κυπριακό Ζήτημα, 2004.
106. Zürcher, Turkey: A Modern History, 2017.
107. Rummel, Death by Government, 1994.
108. Σακελλαρόπουλος, Σκιά της Δύσεως, σ. 39–41.
109. Σακελλαρόπουλος, ό.π., σ. 39.
110. Σακελλαρόπουλος, Σκιά της Δύσεως, σ. 59.
111. ό.π., σ. 111.
112. Δαμιανός, Ιστορικά Σημειώματα, 1925.
113. Σακελλαρόπουλος, Σκιά της Δύσεως, σ. 111.
114. Σβορώνης, Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, 1978.
115. Σακελλαρόπουλος, ό.π., σ. 115.
116. Σακελλαρόπουλος, Σκιά της Δύσεως, σ. 147.
117. ό.π., σ. 148.
118. Foreign Office, PIC/190/2, 1943.
119. Σβορώνης, Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, σ. 56.
120. Παπαδοπούλου, Ενσωμάτωση Δωδεκανήσων, 1995.
121. Καραβίτης, Η Ελλάδα στον Β΄ ΠΠ, 1962, σ. 101.
122. Sumner Welles, The Time for Decision, 1944.
123. Harold Nicolson, Diplomacy, 1967.
124. Winston Churchill, The Second World War, IV, 1951.
125. Noel Baker, FO 371/37750, 1942.
126. John Keegan, The Second World War, 1989.
127. UNSC Resolution 353, 4/8/1974.
128. Κιτρομηλίδης, Η Κυπριακή Τραγωδία, 2002.
129. ΥΠΕΞ Ελλάδας, Αιγαίο και Διεθνές Δίκαιο, 2020.
130. UNCLOS 1982, Art. 121(2).
131. Κιτρομηλίδης, Το Αιγαίο, 2018.
132. Shaw, International Law, 2017.
133. Kasoulides, Greek Islands and Maritime Jurisdiction, 2019.
134. Καλαντζής, Η Στρατηγική της Ελλάδας στο Αιγαίο, 2021.
135. Γεωργιάδης, Υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο, 2016.
136. UN Continental Shelf Convention, 1958, Arts 1–6.
137. Μαρκάκης, Διεθνές Δίκαιο Θάλασσας, 2019.
138. Convention Geneva 1958, Art. 5 §1.
139. Same, Art. 2 §1.
140. Same, Art. 5 §8.
141. Κασουλίδης, Ελληνική Κυριαρχία, 2018.
142. UN Continental Shelf Convention, Art. 1 §2.
143. Παπανικολάου, Υφαλοκρηπίδα, 2017.
144. UN Convention, Art. 1 §2.
145. Καραγιάννης, Διεθνείς Συνθήκες και Κυριαρχία, 2018.
146. Συνθήκη Λοζάνης, 1923.
147. Ιταλοτουρκικές Συμφωνίες, 1932.
148. Συνθήκη Μοντρέ, 1930.
149. Συνθήκη Παρισίων, 1947.
150. Μαρκάκης, Ελληνική Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, 2020.
151. UN Continental Shelf Convention, 1958.
152. Καραγιάννης, Υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο, 2018.
153. ICJ, Tunisia/Libya Judgment 1978, §31.
154. UN Continental Shelf Convention, Arts 1–6.
155. Μαρκάκης, Ελληνική Υφαλοκρηπίδα, 2020.
156. Σάθας, Ιστορία της Ελλάδος, 1975.
157. UNCLOS 1982, Arts 3 & 121.
158. Παπαδόπουλος, Δίκαιο Θάλασσας, 1999.
159. Geneva Convention 1958, Arts 1–6.
160. Ibid.
161. Treaty of Lausanne 1923.
162. ICJ Reports 1969, Tunisia/Libya.
163. UNCLOS 1982, Arts 121 & 77.
164. Παπαδόπουλος, Δίκαιο Θάλασσας, 1999.
165. Σάθας, Ιστορία της Ελλάδος, 1975.
166. ICJ Tunisia/Libya, 1969.
167. Kelsen, Principles of International Law, 1966.
168. Triantafyllidis, Εθνική Στρατηγική, 2004.
169. ΔΔΧ, Απόφαση 19-12-1978.
170. Ιπποκράτης, 460–370 π.Χ.
171. Πυθαγόρας, 570–495 π.Χ.
172. Αρίσταρχος ο Σάμιος, 310–230 π.Χ.
173. Όμηρος, Χίος.
174. Πιττακός – Θεόφραστος, Λέσβος.
175. Παναίτιος, Ρόδος.
176. Απολλώνιος και Αθηνόδωρος, Ρόδος.
177. Εθνικό Κτηματολόγιο & ΕΛΣΤΑΤ, 2020.
178. Συνθήκη Λωζάνης 1923 – UNCLOS.
179. CIA Factbook Turkey 2023.
180. CIA Factbook Greece 2023.
181. Καρατζαφέρης, Το Αιγαίο, 2018.
182. Δεληγιάννης, Ελληνισμός και Αιγαίο, 2015.
183. Παπαδόπουλος, Η Στρατηγική της Ελλάδας στο Αιγαίο, 2020.
184. United Nations, UNCLOS 1982.
185. CIA Factbook, Greece & Turkey, 2023.
186. Χατζηιωάννου, Ιστορία του Αιγαίου Πελάγους, 2012.
Βιβλιογραφία
Πρωτογενείς Πηγές
• Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη.
• Ηρόδοτος, Ἱστορίαι.
• Θουκυδίδης, Ἱστορίαι.
• Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι (ιδιαίτερα Θησεύς).
• Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις.
• Στράβων, Γεωγραφικά.
• Όμηρος, Ιλιάδα και Οδύσσεια.
• Ομηρικοί Ύμνοι (π.χ. Ύμνος στον Απόλλωνα).
• Ησίοδος, Θεογονία.
• Ησύχιος, Λεξικόν.
• Ιπποκράτης, Κως (460–370 π.Χ.).
• Πυθαγόρας, Σάμος (570–495 π.Χ.).
• Αρίσταρχος ο Σάμιος, Σάμος (310–230 π.Χ.).
• Πιττακός – Θεόφραστος, Λέσβος.
• Παναίτιος, Ρόδος.
• Απολλώνιος και Αθηνόδωρος, Ρόδος.
Δευτερογενείς Πηγές
• Χατζηιωάννου, Ιστορία του Αιγαίου Πελάγους, 2012.
• Παπαδόπουλος, Δίκαιο Θάλασσας, 1999.
• Καρατζαφέρης, Το Αιγαίο, 2018.
• Δεληγιάννης, Ελληνισμός και Αιγαίο, 2015.
• Παπαδόπουλος, Η Στρατηγική της Ελλάδας στο Αιγαίο, 2020.
• Μαρκάκης, Διεθνές Δίκαιο Θάλασσας, 2019.
• Μαρκάκης, Ελληνική Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, 2020.
• Κιτρομηλίδης, Το Αιγαίο, 2018.
• Κιτρομηλίδης, Η Κυπριακή Τραγωδία, 2002.
• Καλαντζής, Η Στρατηγική της Ελλάδας στο Αιγαίο, 2021.
• Γεωργιάδης, Υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο, 2016.
• Σάθας, Ιστορία της Ελλάδος, 1975.
• Σβορώνης, Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, 1978.
• Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους.
• Δαμιανός, Ιστορικά Σημειώματα, 1925.
• St. Clair, Greece and the Allies, 1952.
• Mazower, Inside Hitler’s Greece, 1993.
• Tsokopoulos, Το Κυπριακό Ζήτημα, 2004.
• Zürcher, Turkey: A Modern History, 2017.
• Rummel, Death by Government, 1994.
• Churchill, The World Crisis, 1925.
• Sumner Welles, The Time for Decision, 1944.
• Harold Nicolson, Diplomacy, 1967.
• Winston Churchill, The Second World War, IV, 1951.
• John Keegan, The Second World War, 1989.
• UNCLOS 1982, United Nations.
• UN Continental Shelf Convention, 1958.
• Geneva Convention 1958.
• Συνθήκη Λωζάνης, 1923.
• Συνθήκες Μοντρέ, Παρισίων, Ιταλοτουρκικές, 1930–1947.
• ICJ Reports: Tunisia/Libya, 1969 & 1978.
• ΥΠΕΞ Ελλάδας, Αιγαίο και Διεθνές Δίκαιο, 2020.
• CIA Factbook, Greece & Turkey, 2023.
• Εθνικό Κτηματολόγιο & ΕΛΣΤΑΤ, 2020.
Κλασικές πηγές
Η ελληνικότητα του Αιγαίου Πελάγους από τις πρώτες ανθρώπινες εγκαταστάσεις και τη διαμόρφωση των πρώτων πολιτισμικών χαρακτηριστικών τεκμηριώνεται μέσα από τις μαρτυρίες πολλών αρχαίων πηγών.
Οι επικές αφηγήσεις του Ομήρου, ιδιαίτερα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια (Κατάλογος Νησιών στην Ιλιάδα Β, περιγραφές των ανακτόρων του Ποσειδώνα στην Οδύσσεια ν 21–22), παρέχουν πληροφορίες για την αρχαία ελληνική παρουσία στα νησιά και τις παράκτιες περιοχές του Αιγαίου.
Ο Ηρόδοτος στις Ἱστορίαι (1.1–5, 1.142–151, 1.56–58) καταγράφει πρώιμες φυλές, λαούς και γεωγραφικά στοιχεία της περιοχής, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες για την πρώιμη ιστορία του Αιγαίου.
Ο Θουκυδίδης (1.2–8, 1.4–8, 1.23) αποτελεί βασική πηγή για την κατανόηση της πρώιμης θαλάσσιας δραστηριότητας των Ελλήνων. Περιγράφει τις πρώτες μετακινήσεις πληθυσμών, την ανάπτυξη της ναυτοσύνης, καθώς και τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά των κοινοτήτων του Αιγαίου. Η ανάλυσή του για την εξέλιξη της θαλάσσιας ισχύος συμβάλλει ουσιαστικά στην ιστορική τεκμηρίωση της ελληνικής παρουσίας.
Ο γεωγράφος Στράβων στα Γεωγραφικά (βιβλία 1, 7, 8–10, 10.1–10.5) περιγράφει λεπτομερώς τη γεωμορφολογία, τους λαούς και τις εθνολογικές ιδιαιτερότητες του Αιγαίου και των παρακτίων περιοχών.
Ο Πλούταρχος (Θησεύς, Ελληνικά Αίτια) και ο Απολλόδωρος (Βιβλιοθήκη) προσφέρουν μυθολογικές και ιστορικές μαρτυρίες που συνδέουν την περιοχή με τον ελληνικό πολιτισμό από πολύ νωρίς.
Ο Παυσανίας στην Ελλάδος Περιήγησις καταγράφει αρχαίους τόπους και μνημεία του Αιγαίου, παρέχοντας τεκμήρια της συνεχούς ελληνικής παρουσίας από την αρχαιότητα.
Η κοσμογονική αφήγηση του Ησιόδου στη Θεογονία και οι Ομηρικοί Ύμνοι (π.χ. Ύμνος στον Απόλλωνα) αναδεικνύουν το θρησκευτικό και πολιτισμικό πλαίσιο που συνδέει τον ελληνικό κόσμο με το Αιγαίο.
Τέλος, οι αρχαιολογικές μαρτυρίες για τον νεολιθικό πολιτισμό στη Θεσσαλία και το Αιγαίο, όπως αντανακλώνται έμμεσα στις αρχαίες πηγές, επιβεβαιώνουν την ανθρώπινη δραστηριότητα και την πολιτισμική συνέχεια από τις πρώτες εποχές.
Νικόλαος Λ. Μωραΐτης. Ph.D.
Πανεπιστήμιο Καλιφόρνιας, Berkeley
Διεθνείς Σχέσεις, Εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ,
Συγκριτική πολιτική, Επανάσταση & Αντεπανάσταση
Εξέλιξη Παγκοσμίου πολιτικοοικονομικού και
Κοινωνικού Συστήματος.
