|
|
|
|
|
|
Στο Αγιον Ορος ο χρόνος διαστέλλεται. Αλλά αυτή είναι μία γνώση που συνειδητοποιεί πως έχει κατακτήσει κανείς όταν πια έχει επιβιβαστεί στο πλοίο της επιστροφής από τους αρσανάδες των μονών του Αθωνα με προορισμό τα λιμάνια της Ουρανούπολης ή της Ιερισσού. Με άλλα λόγια όταν αρχίζει να κυκλώνεται ξανά από τους περισπασμούς της κοσμικής ζωής: από τα πιο μικρά, όπως οι ηχητικές ειδοποιήσεις στο κινητό τηλέφωνο ή οι λεγόμενες έγνοιες του πρώτου κόσμου (βλ. first world problems), μέχρι τις βαθύτερες σκέψεις, τους ατέρμονους προβληματισμούς ή ακόμα και τις εμμονές.
Ολα εκείνα που με έναν υπερφυσικό αλλά απολύτως χειροπιαστό τρόπο μπαίνουν σε λειτουργία σίγασης, καθώς περνά κανείς το άρρητο κατώφλι της Μοναστικής Πολιτείας που στα μάτια ημών των κοσμικών προβάλλει ως ένα επιβλητικό και ανεξερεύνητο σύμπαν. Και μάλιστα χωρίς να το προσπαθήσει, να το επιδιώξει ή να το καμωθεί. Απλώς συμβαίνει.
Αλλά για να αναχωρήσει κανείς από το Αγιον Ορος πρέπει προηγουμένως να το έχει επισκεφθεί. Και υπάρχουν απειράριθμοι λόγοι για τους οποίους αποφασίζει κάποιος να συμβιώσει με τους μοναχούς για ένα χρονικό διάστημα σύντομο – το διαμονητήριο που εκδίδεται από το Γραφείο Προσκυνητών Θεσσαλονίκης εξασφαλίζει πρόσβαση για τρεις διανυκτερεύσεις – αλλά με αντιστρόφως ανάλογο σε μέγεθος αποτύπωμα.
Θα ήταν άτοπο ή καλύτερα μάταιο να προσπαθήσει κάποιος να σταχυολογήσει τα γιατί. Στην πραγματικότητα είναι τόσο πολλά, διαφορετικά και ανομοιόμορφα όσα και οι άνδρες – Ελληνες αλλά και πλήθος αλλοδαπών – που βλέπεις να περιμένουν το πλοίο κατά κυριολεξία στη σκιά που ρίχνει ο βυζαντινός πύργος της Ουρανούπολης.
Ολοι τους με το διαμονητήριο ανά χείρας και μια μικρή χειραποσκευή –δεν χρειάζεται και δεν είναι σοφό να μεταφέρει κανείς περισσότερα από τα απαραίτητα σε αυτό το πνευματικό ταξίδι–στην προβλήτα της Ουρανούπολης. Ανθρωποι που περίμενες πως θα συναντούσες αλλά και άνθρωποι που δεν περίμενες πως θα έβρισκες στον δρόμο για το Ορος. Ολοι τους εκκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες – άλλος από την ελπίδα, άλλος από τη θρησκευτική πίστη, άλλος από εσωτερικό κάλεσμα, κάποιοι από γνήσια περιέργεια –, συνταξιδιώτες σε ένα (κυριολεκτικό αλλά και μεταφορικό) πέρασμα.
Πολλά μπορεί να σε αφήσουν έκθαμβο ή ακόμα και ενεό σε αυτή τη μικρή σε διάρκεια αλλά απέραντη σε συγκίνηση περιήγηση στην Αυτόνομη Μοναστική Πολιτεία του Αγίου Ορους. Ομως αναμφισβήτητα το πρώτο πράγμα που αρπάζει την προσοχή και αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις είναι η φύση. Τα πυκνά, καταπράσινα, σχεδόν ανέγγιχτα από την ανθρώπινη παρέμβαση δάση που ξεδιπλώνονται από τις κορυφές των λόφων και των βουνών μέχρι τους μικρούς όρμους είναι οι σιωπηροί οικοδεσπότες που υποδέχονται τους προσκυνητές, καθώς το ταχύπλοο διασχίζει το όριο μεταξύ δύο κόσμων που μοιάζουν να κινούνται σε παράλληλη τροχιά.
Πρώτη μας στάση η Ιερά Μονή Ξενοφώντος, εκεί όπου θα πραγματοποιήσουμε και την πρώτη μας διανυκτέρευση στον Αθωνα. Είναι το δίχως άλλο εντυπωσιακό πως ενώ ζούμε σε μια εποχή που μας έχει πείσει πως τα έχουμε δει όλα, η εικόνα που αντικρίζει κανείς ξεπερνά σε κάλλος και επιβλητικότητα οποιαδήποτε φωτογραφία ή βίντεο στα οποία μπορεί να έχει ανατρέξει προηγουμένως. Η αποβίβαση είναι γρήγορη, το πλοίο ξεμακραίνει για την επόμενη στάση του στη Μονή Αγίου Παντελεήμονος και προτού προλάβεις να κάνεις τη μάλλον οξύμωρη σκέψη πως βρίσκεσαι σε μια terra incognita που όμως σε περιβάλλει με ένα εμφατικά οικείο αίσθημα, αντιλαμβάνεσαι την ησυχία. Εκκωφαντική μαζί και λυτρωτική.
Περνάμε την πόρτα της Μονής και ανηφορίζουμε προς το Αρχονταρίκι ή αλλιώς τον χώρο υποδοχής και διαμονής των επισκεπτών – το παραδοσιακό καλωσόρισμα των μονών περιλαμβάνει, εκτός από τη θέρμη του αρχοντάρη, δροσερό νερό και λουκούμια. Στα αριστερά μας βρίσκεται το παλιό καθολικό, χτισμένο το 998 από τον ηγούμενο Ξενοφώντα (από τον οποίο πήρε το όνομά της η Μονή), όπου σώζεται το επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο του 17ου αιώνα και οι τοιχογραφίες του 16ου αιώνα, φιλοτεχνημένες από τον μοναχό Αντώνιο.
Μπορείς πολύ εύκολα να νιώσεις εισβολέας στις μονές του Αγίου Ορους. Αλλά μπορείς να δώσεις στον εαυτό σου και την εναλλακτική να μη ζήσει το ταξίδι ως παρατηρητής και καταναλωτής μιας ακόμα εμπειρίας αλλά ως κοινωνός της ζωής των μοναχών, οι οποίοι μοιάζουν να συνεχίζουν την καθημερινότητά τους και να εκτελούν τα διακονήματά τους απερίσπαστοι από τους επισκέπτες. Αόρατοι αλλά παρόντες.
Μετά την εγκατάσταση στους κοιτώνες, οι οποίοι είναι όσο απλοί μπορεί να υποθέσει κανείς, προσφέροντας τα απαραίτητα, δηλαδή ένα κρεβάτι, ένα μαξιλάρι και καθαρά σεντόνια, και στο μεσοδιάστημα, μέχρι την ακολουθία του Εσπερινού, που τελείται στις 6 το απόγευμα, επισκεφθήκαμε την πολύ κοντινή Ιερά Μονή Δοχειαρίου. Ενα σύντομο μονοπάτι – από αυτά που οφείλει κανείς να περιδιαβεί στον Αθωνα – οδηγεί στο αποκαλούμενο και Μοναστήρι των Αρχαγγέλων, όπου αυτή την περίοδο εκτελούνται αναστηλωτικές εργασίες στο καθολικό.
Ακόμα όμως και αυτή η απαραίτητη ανθρώπινη παρέμβαση σε τίποτα δεν φαίνεται να διαταράσσει την ηρεμία αλλά και την κατάνυξη. Αργότερα το απόγευμα η πρώτη ακολουθία στη Μονή Ξενοφώντος είναι μια πραγματικά αποκαλυπτική εμπειρία. Η ιεροτελεστία των μοναχών, ο σχεδόν χορογραφημένος τρόπος που τους βλέπεις να κινούνται μέσα στο νέο καθολικό του 19ου αιώνα με τους οκτώ τρούλους, ο τρόπος που ψάλλουν, κυρίως η ευλάβεια και η δύναμη της προσευχής τους που αν και άυλες νιώθεις πως σε περιβάλλουν και ίσως στιγμές-στιγμές σε ακουμπούν.
Την επομένη, έπειτα από τον όρθρο, που ξεκινά πριν ακόμα χαράξει, στις 4 το πρωί, τη Θεία Λειτουργία που ακολουθεί και την πρωινή τράπεζα, έχει έρθει η ώρα να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Δεν έχουν περάσει ούτε 24 ώρες από τη στιγμή που περάσαμε το κατώφλι της μονής και όμως το μυαλό είναι κατακλυσμένο. Οχι από πληροφορίες ή εικόνες. Αλλά από ερεθίσματα που – για όποιον λόγο κι αν έχεις αποφασίσει να επισκεφθείς την Αυτόνομη Μοναστική Πολιτεία – νιώθεις να σε έχουν μετακινήσει από το σημείο όπου βρισκόσουν μόλις χθες.
Με το ταχύπλοο φτάνουμε στον αρσανά της Δάφνης – το κεντρικό λιμάνι του Αγίου Ορους – και από εκεί με ένα από τα μικρά βαν που εκτελούν τις μετακινήσεις μεταφερόμαστε στις Καρυές. Τελικός προορισμός μας είναι η Μονή Βατοπαιδίου – σημειώνεται πως αν κάποιος επιθυμεί να επισκεφθεί αποκλειστικά τις μονές βόρεια της χερσονήσου, είναι προτιμότερο να μετακινηθεί απευθείας από το λιμάνι της Ιερισσού.
Επειτα από μισή ώρα διαδρομής σε άστρωτους από άσφαλτο δρόμους, μέσα σε πυκνή και παρθένα φύση και με μονές, μικρές εκκλησίες, σκήτες και κελιά να ξεπροβάλλουν τόσο διακριτικά που μοιάζουν σαν να βρίσκονταν στη θέση τους από πάντα, βρισκόμαστε στη δεύτερη στην ιεραρχική τάξη μονή του Αγίου Ορους, την Ιερά Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου.
Μόνο μία λέξη μπορεί να περιγράψει την ατμόσφαιρα, την ενέργεια, το αίσθημα που σε κατακλύζει από τις πρώτες στιγμές που περνάς το κατώφλι του μοναστικού συγκροτήματος που ιδρύθηκε το 972 και το οποίο στην πραγματικότητα αποτελεί ένα ζωντανό παλίμψηστο της ίδιας της ιστορικής συνέχειας και της μοναστικής ζωής του Αγίου Ορους. Η αρμονία.
Το τυπικό που ακολουθούν και εδώ οι επισκέπτες/προσκυνητές είναι παρόμοιο. Υποδοχή, τακτοποίηση στα δωμάτια φιλοξενίας και ελεύθερος χρόνος ως τον εσπερινό. Είναι εντυπωσιακό πως αν και οι μοναχοί προτρέπουν τους επισκέπτες να συμμετέχουν στις λειτουργίες και την προσευχή, αφήνουν τελικά την επιλογή στον καθέναν. Τίποτα δεν είναι υποχρεωτικό, επιβεβλημένο ή αναγκαστικό. Αν κάτι σού γίνεται πολύ σαφές από τον τρόπο και τη στάση των μοναχών είναι πως κανείς δεν κρίνει και κυρίως δεν επικρίνει κανέναν.
Από την άλλη θα ήταν κανείς άδικος με τον εαυτό του εάν δεν συμμετείχε στις λειτουργίες στο αφιερωμένο στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου καθολικό της Μονής.
Εκεί φυλάσσονται οι επτά θαυματουργές εικόνες της Παναγίας (Βηματάρισσα, Παντάνασσα, Αντιφωνήτρια, Εσφαγμένη, Παραμυθία, Ελαιοβρύτισσα και Πυροβοληθείσα), η Αγία Ζώνη της Θεοτόκου, ένα μεγάλο κομμάτι του Τίμιου Σταυρού, τα ιερά λείψανα του Αγίου Ιωσήφ του Ησυχαστού και βέβαια βρίσκεται ο τάφος των κτητόρων της Μονής, των οσίων Νικολάου, Αθανασίου και Αντωνίου, που ήρθαν στον Αθωνα από την Αδριανούπολη το 10ο αιώνα.
Ακόμα κι αν κανείς δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του ως βαθιά θρησκευόμενο ή δεν τον αντιλαμβάνεται ως σκληροπυρηνικά πιστό, δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητος από το βάρος της ιστορίας, της μνήμης και των αφηγήσεων που συμπυκνώνεται στα λίγα τετραγωνικά μέτρα του επιβλητικού ναού.
Στη διάρκεια μάλιστα της παραμονής μας στη Μονή Βατοπαιδίου είχαμε τη σπάνια τύχη να συμμετέχουμε στην αγρυπνία για τη γιορτή της Κοιμήσεως της Αγίας Αννας. Ηταν μια, χωρίς ψήγμα υπερβολής ή μεγαλοστομίας, εμπειρία συγκινητική αλλά και καθ’ όλα αποκαλυπτική της ευλάβειας, της προσήλωσης, της ταπεινότητας και της βαθιάς κατάνυξης μέσω της οποίας οι μοναχοί επιτελούν ακούραστα και αγόγγυστα το έργο τους.
Να προσεύχονται δηλαδή για τη σωτηρία του κόσμου σαν άχρονες φιγούρες υπό το φως τον κεριών – υπενθυμίζεται ότι στα καθολικά δεν υπάρχει φωτισμός από ηλεκτρικό ρεύμα καθώς και ότι στον Αθωνα τηρείται το παλαιό ημερολόγιο.
Ναι, η Ιερά Μονή Μεγίστη Μονή Βατοπαιδίου είναι εδώ και δέκα αιώνες μια κιβωτός ορθόδοξης πίστης, ένα θησαυροφυλάκιο ιστορίας, ένα αποθετήριο γνώσης, μνήμης και ελπίδας. Θα ήταν όμως μάλλον άνισο να την αποκρυσταλλώσει κανείς στον νου του με τον σκονισμένο τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα ιστορικά κειμήλια ή τα μουσειακά εκθέματα.
Το Βατοπαίδι παραμένει ένας ζωντανός οργανισμός που παράγει πνευματικό έργο και προάγει την πνευματική ζωή και την εσωτερική αναζήτηση με πολλούς, διαφορετικούς, σύγχρονους και εύληπτους τρόπους (βλ. σημαντικές εκδόσεις, ομιλίες, διαδικτυακή παρουσία, υποστήριξη καλλιτεχνικών γεγονότων αλλά και τηλεοπτικών παραγωγών, όπως στην περίπτωση της σειράς του MEGA «Αγιος Παΐσιος: Από τα Φάρασα στον Ουρανό»).
Τον ίδιο εντυπωσιακά απλό αλλά στοχευμένο και καίριο λόγο νιώσαμε και στις συνομιλίες μας με κάποιους από τους μοναχούς. Μπορεί οι στυλοβάτες της μοναστικής κοινότητας να μη λένε πολλά,πομπώδη και μεγαλόστομα – στο Βατοπαίδι επανεκτιμά κανείς την αξία της οικονομίας του λόγου και της σιωπής –, όμως οι λέξεις που εκφέρονται από το στόμα τους με μέτρο και περίσσευμα ταπεινοφροσύνης εγγράφονται μέσα σου.
Και δίνουν απαντήσεις ακόμα και σε ερωτήσεις που ακόμα δεν έχεις προλάβει να αρθρώσεις προς τον εαυτό σου. Ακόμα και μια σύντομη κουβέντα έπειτα από την πρωινή ή την απογευματινή τράπεζα στον προαύλιο χώρο της Μονής μπορεί να γίνει εφαλτήριο για σκέψη ή ακόμα και για αναθεώρηση.
Η τράπεζα, αν και σύντομη σε χρονική διάρκεια, είναι ένα εκ των ων ουκ άνευ κεφάλαιο της μοναστικής ζωής που αναμφίβολα εντυπωσιάζει όποιον επισκέπτεται για πρώτη φορά τη Μονή. Αν και τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο στην τράπεζα της Μονής Βατοπαιδίου, η οποία βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το καθολικό, εκτελούνται εργασίες αναστήλωσης και συντήρησης των αγιογραφιών με τη συμμετοχή μάλιστα μοναχών, οι μοναχοί και οι προσκυνητές μετέχουν της τράπεζας σε δύο άλλες – λόγω του πλήθους των επισκεπτών – αίθουσες.
Η τράπεζα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και ακολουθεί πάντα την πρωινή και την απογευματινή Λειτουργία. Στην πραγματικότητα είναι συνέχειά της και δεν εκπληρώνει μόνο τις ανάγκες της διατροφής και της σίτισης των πατέρων αλλά έχει μια βαθιά ριζωμένη στην ορθόδοξη παράδοση πνευματική διάσταση. Πρόκειται για μια κανονική ιεροτελεστία. Το φαγητό που βρίσκεται ήδη σερβιρισμένο στα τραπέζια – συνταγές χορτοφαγικές αλλά εκτελεσμένες με τρόπο ευφυή και επινοητικό και με πρώτες ύλες που καλλιεργούνται και παράγονται στη Μονή – ξεκινά να καταναλώνεται μετά την προσευχή και αφού ακουστεί ο ήχος από το πρώτο κουδούνι.
Ολα συμβαίνουν σε καθεστώς πλήρους σιωπής. Ο μόνος που ακούγεται είναι ο αναγνώστης που διαβάζει Βίους Αγίων, Λόγους Πατέρων ή κείμενα σχετικά με το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της ημέρας. Η εικόνα των μοναχών και των προσκυνητών να συνυπάρχουν αυτά τα λίγα λεπτά της ώρας απολύτως σιωπηλοί, μοιάζει σχεδόν κινηματογραφική. Ακόμα πιο εντυπωσιακό – και σίγουρα αταίριαστο με όσα έχουμε συνηθίσει στην κοσμική ζωή – είναι το γεγονός πως ακόμα και ατελή εμφανισιακά φρούτα και λαχανικά, μια ντομάτα ή ένα ροδάκινο με ένα μικρό ψεγάδι στον φλοιό, για παράδειγμα, έχουν θέση στη μοναστηριακή τράπεζα. Τίποτα δεν πετιέται και τίποτα δεν απορρίπτεται ελαφρά τη καρδία ή χάριν της εικόνας.
Και αυτή η μικρή, επουσιώδης και μάλλον απαρατήρητη από πολλούς λεπτομέρεια, ίσως για άλλους – εν προκειμένω για τον υποφαινόμενο – έχει τη δυναμική να εξελιχθεί κατ’ αναλογίαν σε ένα πραγματικό μάθημα ή καλύτερα σε ένα δώρο ζωής. Μπορεί κανείς να συναντήσει ή να μη συναντήσει τον Θεό στο Αγιον Ορος. Ομως θα βρει στον λόγο, στη στάση, ακόμα και στη δωρική και απολύτως διακριτική παρουσία των άγιων πατέρων κάτι που ενδεχομένως δεν είχε σκεφτεί ότι αναζητούσε.
Λένε άλλωστε πως καθένας παίρνει κάτι διαφορετικό, κάτι απολύτως προσωποποιημένο και μοναδικό από τον Αθωνα. Αν κανείς με ρωτούσε με τι γέμισα την αποσκευή μου φεύγοντας από το Βατοπαίδι, η απάντηση θα ήταν η άνευ όρων, άδολη και ανιδιοτελής αποδοχή.
Σε πρόσφατη συνέντευξή του ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών ισχυρίστηκε, ότι η γεωπολιτική θέση της χώρας έχει «αναβαθμιστεί» στην Ανατολική Μεσόγειο. Η πραγματικότητα είναι δυστυχώς διαφορετική. Η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας έχει χειροτερεύσει τα τελευταία χρόνια ενώ η Τουρκία έχει κατορθώσει να αυξήσει το γεωπολιτικό της αποτύπωμα παίζοντας ένα τρισδιάστατο παιχνίδι ισχύος: στο επίπεδο των μεγάλων δυνάμεων, στο περιφερειακό επίπεδο και στο επίπεδο των μη κρατικών δρώντων.
Η Άγκυρα έχει κατοχυρώσει καθεστώς στρατηγικής αυτονομίας αποδεκτό από όλες τις Μεγάλες Δυνάμεις. Οι ΗΠΑ τη βλέπουν ως χρήσιμο αντίβαρο σε Ρωσία και Ιράν, και δεν έχουν κανένα κίνητρο να τη χαλιναγωγήσουν για χάρη της Αθήνας. Η Ρωσία συνεργάζεται μαζί της σε ενέργεια και εμπόριο, αξιοποιώντας την για να παρακάμψει τις δυτικές κυρώσεις. Η Κίνα τη θεωρεί κρίσιμο εμπορικό κόμβο στον Δρόμο του Μεταξιού.
Η Ευρώπη, τέλος, εξαρτάται από την Τουρκία για τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και τη χρειάζεται για την ανάσχεση της ρωσικής ισχύος. Αντίθετα, η Ελλάδα έχει περιορισμένες σχέσεις με την Κίνα, έχει διαρρήξει τη σχέση της με τη Ρωσία λόγω του Ουκρανικού και στηρίζεται στην προσδοκία προστασίας από ΗΠΑ και ΕΕ. Ομως η ελπίδα δεν συνιστά στρατηγική. Ούτε και η εμμονή στο διεθνές δίκαιο επαρκεί σε ένα κατακερματισμένο διεθνές περιβάλλον όπου επικρατεί ο νόμος του ισχυρού.
Η Τουρκία έχει μετατρέψει τη Συρία και τη Λιβύη σε δορυφόρους. Στη Λιβύη, το μνημόνιο για την ΑΟΖ αποτέλεσε κλασικό παράδειγμα εργαλειοποίησης ενός εύθραυστου κράτους για την εξυπηρέτηση στρατηγικών επιδιώξεων.
Παράλληλα, η Άγκυρα εξουδετέρωσε τους άξονες που είχε δημιουργήσει η Ελλάδα με Αίγυπτο, ΗΑΕ και Σαουδική Αραβία. Οι χώρες αυτές σήμερα επιλέγουν συνεργασία με την Τουρκία. Το Ισραήλ, που θα μπορούσε να αποτελέσει εξισορροπητή, είναι βυθισμένο σε βαθιά κρίση: από τη Γάζα και το Ιράν έως την εσωτερική του αναταραχή. Μάλιστα, δεν αποκλείεται με αμερικανική παρότρυνση να κινηθεί προς ομαλοποίηση σχέσεων με την Άγκυρα, όπως έπραξαν οι αραβικές χώρες. Η εικόνα είναι πλέον σαφής: οι αντι-τουρκικοί άξονες της περιόδου 2009-2022 έχουν διαλυθεί. Η Ελλάδα έχει μείνει χωρίς περιφερειακά αναχώματα.
Σε αυτό το πεδίο η Τουρκία υπερέχει κατά πολύ. Μέσω «πληρεξουσίων» (proxy warfare), τοπικών ενόπλων ομάδων, τζιχαντιστικών δικτύων και οργανώσεων που συνδέονται με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους αποκτά μόχλευση με χαμηλό κόστος και υψηλή διαπραγματευτική αξία. Οι μεταναστευτικές ροές από Συρία και Λιβύη λειτουργούν ως μοχλός πίεσης προς την Ευρώπη: η στρόφιγγα ανοίγει ή κλείνει ανάλογα με τα ανταλλάγματα.
Παράλληλα, η Τουρκία έχει επενδύσει στην υβριδική ισχύ: παραπληροφόρηση, σαμποτάζ, εσωτερική υπονόμευση και γενικότερα επιχειρήσεις που αποδυναμώνουν αντιπάλους χωρίς να αφήνουν ίχνη (deniable operations). Η Ελλάδα, σε αντίθεση, δεν διαθέτει ούτε εργαλεία υβριδικής άμυνας ούτε εμπειρία στον υβριδικό πόλεμο.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα; Οτι η Τουρκία ενισχύεται επειδή παίζει ταυτόχρονα σε τρία ταμπλό, ενώ η Ελλάδα παραμένει παθητικός θεατής.
Για να χαράξει η χώρα μια ορθολογική στρατηγική, πρέπει πρώτα να αναγνωρίσει χωρίς αυταπάτες τον πραγματικό γεωπολιτικό συσχετισμό ισχύος και την πραγματική έκταση της απειλής. Χρειάζεται αποτρεπτική θωράκιση που θα καθιστά το κόστος κάθε τουρκικής πρόκλησης δυσανάλογα υψηλό. Χρειάζεται εθνική στρατηγική βασισμένη στον ρεαλισμό, όχι σε ψευδαισθήσεις και αβάσιμες προσδοκίες.
Σήμερα η Ελλάδα θυμίζει στρουθοκάμηλο που κρύβει το κεφάλι στην άμμο, πιστεύοντας ότι δεν θα τη βρει η καταιγίδα. Στην πραγματικότητα, βρίσκεται σε μια από τις πιο επικίνδυνες περιοχές του πλανήτη. Για να επιβιώσει, πρέπει να μετατραπεί σε σκαντζόχοιρο: θωρακισμένη και επικίνδυνη για όποιον τολμήσει να την αγγίξει.