Thursday, 20 February 2025

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

 Ο ΠΟΛΥΜΗΧΑΝΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Η Αληθινή Οδύσσεια

γράφει ο Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης Αμφικτύων

Είναι παγκοσμίως γνωστός ο Οδυσσεύς από την Ομήρου Οδύσσεια αλλά και από την Ιλιάδα. Ένα κεντρικό πρόσωπο το οποίο αντιπροσωπεύει τον μέσο Έλληνα σε ευφυΐα, πολυμήχανο πνεύμα, ευρηματικότητα , αγάπη προς την θάλασσα και αγωνιστικότητα .

Γιός του Σισύφου ή του Λαέρτη και ανετράφη στην Ιθάκη όπου ήταν το βασίλειο του πατέρα του. [Σύγχρονοι ιστορικοί ερευνητές ισχυρίζονται ότι η Ιθάκη του Ομήρου ήταν η Κεφαλληνία και όχι η Ιθάκη ,και η διαμάχη συνεχίζεται]. Τροφό είχε την Ευρύκλεια, άριστη παιδαγωγό.  Όταν ενηλικιώθηκε επισκέφθηκε τον παππού του Αυτόλυκο στον Παρνασσό για να λάβει δώρα  , ο οποίος είχε δημιουργήσει εκεί περιουσία και είχε λάβει μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία . Αυτός λέγεται ότι του έδωσε το όνομα όπως συνηθΙζόταν. Εξήλθε με τους γιούς του Αυτόλυκου για κυνήγι αγριογούρουνων και πληρώθηκε από κάποιο κάπρο στο πόδι. Η πληγή του ιάθηκε με της φροντίδες της Ευρύκλειας αλλά παρέμεινε η ουλή στο πόδι σαν γνώρισμα.

Εξουσίαζε τα νησιά του Ιονίου συν  παράλια Ακαρνανίας εκτός Κερκύρας Ο Οδυσσέας ζώντος του πατέρα του εξουσίαζε  τη Ζάκυνθο, Λευκάδα, Κεφαλληνία η οποία τότε ονομαζόταν Σάμος(σήμερα   Σάμη ονομάζεται το λιμάνι που συνδέεται με την Κυλλήνη της Ηλείας) αλλά και τα παράλια της Ακαρνανίας  και τα πέριξ νησιάκια Ολους τους υπηκόους  του βασιλείου του . ο Όμηρος ονόμαζε Κεφαλλήνες από του Κεφάλου[Σημ.Ο   Κέφαλος ήταν γενάρχης του αττικού γένους των Κεφαλιδών. Διάφορες παραδόσεις αναφέρουν ότι ο Κέφαλος ήταν γιος του βασιλιά της Φωκίδας Δηίωνος ή Δηιονέως. Βοηθούμενος από τον Αμφιτρύωνα, έδιωξε τους Τηλεβόες από την Κεφαλληνία, όπου εγκαταστάθηκε με τον λαό του και της έδωσε το όνομά του, που φέρει μέχρι σήμερα.]

Ηρθε και αυτός στη συνέλευση των μνηστήρων της Ελένης  έδωσε τη συμβουλή του για τον όρκο στον Τυνδάρεω και έλαβε γυναίκα την Πηνελόπη. Εκεί έδειξε τον πρώτο καρπό της πανουργίας και δολιότητας του. Κατόπιν της ορκωμοσίας των μνηστήρων όταν συγκεντρώνονταν τα πλοία για την εκστρατεία αυτός αθέτησε τον όρκο του και δεν ήθελε να εκστρατεύσει., επειδή αγαπούσε την Πηνελόπη και ο χρησμός που έλαβε έλεγε ότι θα επιστρέψει μετά είκοσι χρόνια γυμνός και δυστυχής  μετά από περιπλάνηση και ταλαιπωρία. Τότε ήρθαν στην Ιθάκη ο Αγαμέμνων, Μενέλαος και Παλαμήδης  για να τον μεταπείσουν. Αλλά αυτός προσποιούμενος τον τρελό έζευξε στο άροτρο βόδι και γάιδαρο ή άλογο  για να  δείξει την τρέλα του. Αλλά ο σοφότατος Παλαμήδης έβαλε το βρέφος τοτε Τηλέμαχο μπροστά στο άροτρο και αντελήφθη το ψέμα του, καθώς όταν έφθασε το άροτρο στο βρέφος σήκωσε τούτο για να μην το βλάψει. Κατόπιν τούτου και του όρκου του αναγκάστηκε να στρατευτεί μετα βίας με δώδεκα(12) πλοία, αλλά έκτοτε μίσησε ασπονδα τον Παλαμήδη.

Εξαπάτησε την Κλυταιμνήστρα και πήρε την Ιφιγένεια Όταν ο στόλος προετοιμαζόταν στην Αυλίδα εστάλη και αυτός στην   Σκύρο και ανεκάλυψε την προσποίηση του Αχιλλέως. Έπειτα ήρθε στις Μυκήνες με πλαστά γράμματα και εξαπάτησε την Κλυταιμνήστρα και έλαβε την Ιφιγενεια. Τέλος δε απεστάλη πρέσβης στην Τροία να ζητήσει την Ελένη αλλά επέστρεψε άπρακτος. Όταν ήλθε το εκστρατευτικό σώμα στην Τρωάδα με πανουργία σκότωσε τον σοφότατο Παλαμήδην, συνωμότησε εναντίον του Τελαμώνιου Αίαντα   και παρ’ ολίγον να τον λιθοβολήσουν διότι τον κατηγόρησε ότι βίασε την Κασσάνδρα εντός του ναού της Αθηνάς  αλλά έφερε δυστυχία  και στον Φιλοκτήτη δηλαδή στους πλέον ηρωικούς μαχητές των Ελλήνων . Λίγο δε έλειψε να φονεύσει ιδιοχείρως και τον Διομήδην με δολιότητα παρά το γεγονός ότι ήταν ο πρώτιστος φίλος του. Δικαίως λοιπόν τον ονόμασαν  καταστροφέα  των ηρώων  και εχθρό των αρίστων. Ενεργούσε περισσότερο η  πανουργία , δολιότητα, ευγλωττία ,  και η  πειθώ αυτού στην άλωση της Τροίας,  παρά η ανδρεία και τα στρατηγήματα των ηρώων μαχητών .Ήταν ο άνθρωπος που έκλεψε την νίκη με τα σχέδια του και τις πανουργίες του , καθώς το ομολόγησαν οι αιχμάλωτοι Τρώες αναφορικά με το ποιος δικαιούται τον οπλισμό του Αχιλλέα. Όμως αυτός ήταν και άξιος μαχητής αφού σκότωσε ιδιοχείρως δώδεκα(12) αξιωματούχους του εχθρού.[τον Κοίρανο, Νοήμονα, Αλάστορα, Χρόνιον, Αλκανδρον, Αλιον, Ιφιτίδην, Πρύτανιν, Χαρσίδαμαντα , Χάροπα, Θόαν και Εύνομον]

 Εφτιαξε τον Δούρειον Ιππον Τέλος δε έργο δικό του η κατασκευή του Δουρείου Ιππου και εισήλθε τελευταίος σ’αυτόν και έκλεισε αυτόν την θύρα.  

 Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ

 Κατά την επιστροφή του τον έριξε η τρικυμία στον Ισμαρο πόλη των Κικόνων της Θράκης και αφού την κατέλαβε οι εταίροι του βρήκαν στην πόλη τροφή και άφθονο κρασί και έτρωγαν και έπιναν αμέριμνοι στην ακτή  και δεν ήθελαν να φύγουν. Τότε οι Κίκονες ορμησαντες τους αιφνιδίασαν και σκότωσαν εβδομήντα εξ αυτών , έξη από  κάθε  πλοίο και κατόπιν τούτα αναχώρησαν βιβαίως. Επειτα συνάντησαν αντίθετους ανέμους και βγήκαν σε κάποια ακτή χωρίς να την κατονομάζουν, όπου έμειναν τρεις ημέρες. Από εκεί αναχωρήσαντες έφτασαν στον Μαλέα στο άκρον της Πελοποννήσου γεμάτοι χαρά ότι σε λίγο θα φτάσουν στην Ιθάκη. Αιφνίδιος όμως βόρειος άνεμος του πήγε στο Ιόνιον , πέρασαν αριστερά από τα Κύθηρα και παραπλανηθέντες εννέα ημέρες την δεκάτην ημέρα έφθασαν στη Σικελία προς την χώρα των Λωτοφάγων . Εστειλε δύο άνδρες και ένα κήρυκα να κατοπτεύσουν τη χώρα των Λωτοφάγων , αλλά έφαγαν λωτό και εμειναν εκεί. Πήγε και τους βρήκε και τους έδεσε στο πλοίο για να μην φύγουν και αμέσως αναχώρησε για να μην φύγουν και οι  άλλοι. Από εκεί ήλθε την νύκτα σε ένα μικρό νησάκι των Κυκλώπων έρημο το οποίον είχε πολλές άγριες κατσίκες και έμειναν εκεί το βράδυ. Την επομένη κυνήγησαν και έπιασαν εκατόν δέκα οκτώ αγριόγιδες και έτρωγαν όλη την ημέρα . Το βράδυ είδαν φωτιά στη χώρα των Κυκλώπων και άκουγαν και κάποια αμυδρά φωνή. Την επομένη με το πλοίο του μόνον πήγε εκεί και το έκρυψε στον αιγιαλό σε απόκρυφο μέρος . Αυτός με δώδεκα άνδρες  και τον Μαρώνειον οίνον  και μερικά φαγητά εισήλθαν στο σπήλαιο  του Πολυφήμου, όταν εκείνος έβοσκε τα  έξω τα πρόβατα.  Οι άνδρες είπαν να φάνε γάλα και τυρί , να πάρουν και  όσα  πρόβατα μπορέσουν  και να φύγουν . Αλλά ο Οδυσσέας ήθελε να δει τον Πολύφημο και το ήθος του . Γι'αυτό κρύφτηκαν στις γωνίες τους σπηλαίου αναμένοντες να καταφτάσει ο Πολύφημος . Εκείνος επέστρεψε την εσπέρα και άναψε την φωτιά , τότε τους είδε και ρώτησε ποιοι ήταν. από που έρχονταν  και που είναι το πλοίο τους; Ο Οδυσσέας του απάντησε ότι είναι από το στράτευμα του Αγαμέμνονα που πολέμησε στην Τροία και  ναυάγησαν με το πλοίο τους και ζητούν άσυλο να μείνουν επ’ ονόματι του Ξένιου Δία. Τότε ο Πολύφημος του είπε ότι οι Κύκλωπες ούτε λατρεύουν ούτε φοβούνται τους θεούς , διότι είναι ισχυρότεροι από αυτούς και έφαγε δύο εξ αυτών στο βραδινό του δείπνο και άλλους δύο το πρωί.. Επειτα έβγαλε τα πρόβατα στη βοσκή και έκλεισε το σπήλαιο και τους έγκλειστους μαζί. Βλέποντας ο Οδυσσέας τον κίνδυνο μέγα διότι ο βράχος στην έξοδο  του σπηλαίου ήταν ογκώδης και ακίνητος  αποφάσισε να   τυφλώσει τον Κύκλωπα. Μέσα στο σπήλαιο υπήρχε ένα δέντρο το οποίο χρησιμοποιούσε ο Πολύφημος  σαν ράβδο . Το πελεκησαν και το λέπτυναν όλη μέρα και αφού το έκρυψαν μέσα στις κοπριές αναπαύονταν. Όταν έλθε με το σούρουπο έφαγε άλλους δύο και τότε ο Οδυσσεύς του έδωσε κρασί από την Μαρώνεια . Ηπιε δυο και τρεις φορές και τον ρώτησε πως ονομάζεται δίδοντας χάρη για το κρασί .Ο Οδυσσέας είπε ότι ονομάζεται «Ούτις» Ο Πολύφημος απάντησε «τον Ουτιν θα φάγω τελευταίον» και πρώτα τους άλλους και έπεσε και κοιμήθηκε. Με το άκουσμα της είδησης ο Οδυσσέας έκαψε την μύτη του ροπάλου και το εμπηξε στο μάτι του και τον τύφλωσε. Τότε άρχισε να κραυγάζει κλέγοντας για το κακό που τον βρήκε για να έρθουν οι γείτονες του  προς βοήθειαν . Όταν τον ρώτησαν τι έπαθε εκείνος απάντησε ο Ούτις με  φόνευσε δολίως . Κατόπιν τούτου έφυγαν διότι νόμισαν ότι ήταν μαινόμενος. Το πρωί άνοιξε την πόρτα και ψιλαφούσε τα πρόβατα  πριν βγουν έξω κάτω από τα σκέλη του  για να πιάσει τους φονιάδες τους. Εκείνοι όμως διάλεξαν τους μεγάλους τριχωτούς τράγους κάτω από την κοιλιά τους κρεμασμένοι βγήκαν έξω , άρπαξαν και μερικά πρόβατα και πήγαν στο πλοίο. Φεύγοντας ο Οδυσσέας τον έβριζε φωνάζοντας .Τότε άρπαξε ένα μέγα ογκόλιθο και τον πέταξε στη θάλασσα και δημιούργησε κυματισμό σφοδρον ώστε έριξε το πλοίο στην γη . Απομακρυνθεντες όλοι έλεγαν να μην φωνάξει εκ νέου και   ερεθίσει  το αγρότατο και κτηνώδες θηρίο , αλλά εκείνος με στεντορεία τη φωνή του είπε : «Ω! Κύκλωψ , ο Οδυσσέας του Λαέρτη σε τύφλωσε. Τότε θυμήθηκε τον μάντην Τήλεμον , ο οποίος του  προφήτεψε την δυστυχία αυτή. Επικαλούμενος δε τον πατέρα του Ποσειδώνα ως εκδίκηση έριξε μεγάλη πέτρα στο πλοίο, το οποίο κινδύνευσε να βυθιστεί, Τέλος δε ήρθαν στα άλλα πλοία και βρήκαν τους βρήκαν κλαίοντες να τους αναμένουν . Έσφαξαν τα πρόβατα του Πολύφημου και δειπνήσαντες , κοιμήθηκαν εκεί την νύχτα εκείνη.Την επαύριον ήρθαν κωπηλατωντας στην νήσο του Αιόλου και έμειναν ένα ολόκληρο μήνα , φιλοξενούμενοι και διηγούμενοι τα πολεμικά κατορθώματα στην Τροία. Από εκεί έλαβαν στο ασκό τους ανέμους και απέπλευσαν   και μετά δέκα ημερών πλου έφθασαν σε σημείο ώστε να βλέπουν την Ιθάκη. Αλλά επειδή αποκοιμήθηκε και κάποιος άνοιξε τον ασκό  συνέβη τρικυμία και γύρισε αυτούς πίσω στο νησί του Αιόλου, αλλά αυτός δεν τους δέχθηκε .

Αναχώρησαν από εκεί κωπηλατούντες γιατί ο Αίολος έκλεισε τους ανέμους στον ασκό  την εβδόμην ημέρα ήρθαν στην Λαιστρυγονίαν , όπου συνέτριψαν τα έντεκα πλοία οι Λαιστρυγόνες . Έμεινε μόνο ο Οδυσσέας με ένα πλοίο και με σαράντα πέντε άνδρες .

Αναχώρησαν από εκεί και ήρθαν μετα φόβου και τρόμου στο νησί της Κίρκης και εξελθόντες  στη γη έμειναν για δύο ημερονύκτια  νηστικοί

Και λυπημένοι για την απώλεια των συντρόφων τους. την Τρίτη ημέρα ο Οδυσσέας έκανε αναγνώριση της περιοχής και ειδε τα βασίλεια της Κίρκης . Προς τούτο διαμοίρασε τους άνδρες τους δε δύο ομάδες των 22 ανδρών , όρισε  και διοικητές σε κάθε ομάδα, ο κλήρος έπεσε στον Ευρυλοχος διοικητή της μιας ομάδος και ο ίδιος της άλλης . Ο Ευρύλοχος ανέλαβε να προβεί στην αναγνώριση της τοποθεσίας , αυτό δε με τους υπολοίπους έμεινε στο πλοίο το οποίο ήταν πλέον η μοναδική παρηγοριά τους. Φίλησαν τους συντρόφους πιθανόν και για τελευταία φορα κλαίοντες και οδυρομενοι ήρθαν στα βασίλεια της Κίρκης. Εκεί έμειναν ένα χρόνο και είπε προς τον Οδυσσέα η Κίρκη ότι είναι αδύνατον να επιστρέψει στην Ιθάκη αν δεν κατέβει στον Αδην να ερωτήσει την ψυχή του Τειρεσία. Επειτα τον συμβούλευσε τον τόπο και τον τρόπον πως θα κατεβεί.

Ενώ δε ετοιμαζόταν ένας άνδρας ονόματι Ελπήνωρ όντας μεθυσμένος έπεσε και σκοτώθηκε . Αυτόν τον άφησαν άταφοι ένεκα βίας και αναχώρησαν.

Όταν έφτασαν τον Εσπέριον και Κιμέριον Ωκεανόν  από εκεί κατέβηκαν στον Άδη όπου ο Οδυσσέας έσκαψε βόθρον και θυσίασε κριάρι και πρόβατο κάλεσε τις ψυχές για να πιουν το αίμα . Είδε πρώτην την ψυχή του Ελπήνορος ερχομένη και θαυμάσας αυτήν την ρώτησε πως  ήρθε πρώτη πριν από αυτόν ενώ ερχόταν πεζή; Εκείνη τον παρακάλεσε να θάψει το σώμα αυτής όταν επιστρέψει . Μετά ήρθε και η ψυχή της μητέρας του Αντίκλειας. Αυτός όμως έβγαλε το ξίφος και τις εμπίδισε να πιούν αίμα  πριν ρωτήσει την ψυχή του Τειρεσία. Ηρθε εκείνη και ήπιε αίμα εκ του λάκκου και του είπε όλα τα μέλλοντα. Κατόπιν ήρθαν όλες οι ψυχές ήπιαν αίμα και διηγήθηκαν η κάθε μια  ποια ήταν , τι έπαθε στον κόσμο και πως πέθανε. Τέλος φοβηθείς μήπως έλθει και η Μέδουσα, επέστρεψε στην Κίρκη και έθαψε τον Ελπήνορα.

Μετά την ενημέρωση από την Κίρκη περί του δρομολογίου της επιστροφή , των κινδύνων που θα αντιμετώπιζε και μετά τον εφοδιασμό του αναχώρησε από εκεί.  Τον πρώτο κίνδυνο που αντιμετώπισε ήταν η μελωδία των Σειρήνων. Προσπάθησε να τις αποφύγει διερχόμενος μεταξύ της Σκύλλας και Χάρυβδης αλλά η Σκύλλα άρπαξε έξη(6) συντρόφους του, ενώ οι άλλοι σώθηκαν. Μετά από σύντομη κωπηλασία έφθασαν στην Θρινακια νήσο , όπου ήταν οι βόες του Ηλίου. Εκεί έμειναν τριάντα εννέα (39) ημερες . Ο Ευρύλοχος και Περιμήδης έδεσαν τον Οδυσσέα στον ιστό παραπλέοντας τις Σειρήνες . Ο μεν Οδυσσέας σύμφωνα με συμβουλή του Τειρεσία και της Κίρκης  δεν ήθελε να εξέλθουν στο  νησί αυτό, αλλά το πλήρωμα  και μάλιστα ο Ευρύλοχος επικράτησαν λέγοντες ότι ήταν ανάγκη να αναπαυθούν λίγο στη γη. Κατόπιν τούτου ο Οδυσσέας τους εξόρκισε να μην βλάψουν τις  αγελάδες του Ηλίου, διότι θα ήταν κακό για όλους. Επειδή έπνεε δυνατός άνεμος έμειναν εκεί ένα μήνα και έφαγαν όλα τα εφόδια όσα τους έδωσε η Κίρκη. Κατόπιν τούτου ζούσαν πολύ άσχημα  από το κυνήγια και από τους αγρούς και πεινούσαν. Όταν κάποια μέρα ο Οδυσσέας πήγε προς τα ενδότερα της νήσου να προσευχηθεί  και αποκοιμήθηκε εκεί , ο Ευρύλοχος επεισε τους άλλους να σφάξουν  μερικές αγελάδες του Ήλιου και οταν ερθουν στην Ιθάκη να κτίσουν ναόν προς χάριν του Ηλίου προς άφεση των αμαρτιών.. Τέλος αν εξοργιστεί ο Ηλιος και οι άλλοι θεοί και  τους πνίξουν  θα πεθάνουν ελαφρύτερο θάνατον σε σχέση με αυτό εκ της  πείνας . Οταν ήθεο ο Οδυσσέας αισθάνθηκε την  οσμή από μακριά , αλλά το κακό είχε ήδη γίνει . Αυτοί έτρωγαν πλουσιοπάροχα έξη ημέρες , ενώ αυτός καθόταν λυπημένος  και μελαγχολικός  προβλέποντας τα κακά μελλούμενα .

Την εβδόμη ημέρα κόπασε ο νότος και απέπλευσαν . Αλλά  ύστερα από λίγο έβαλε ισχυρότατο  Ζέφυρο(δυτικός Πουνέντες) ,  η θάλασσα φουρτούνιασε , πελωρια κύματα  έσπασαν το κατάρτι  και σκότωσε τον κυβερνήτη . Μετ' ολίγον έπεσε κεραυνός και έσπασε το πλοίο, όλοι πνίγηκαν και γλίτωσε μόν ο Οδυσσέας ο οποίος έδεσε τον ιστό στην τρόπη του πλοίου κλυδωνιζόταν στα κύματα . Με την ανατολή του Ηλίου βρέθηκε κοντά στη Χάρυβδη . Πιάστηκε από μια συκιά ΄μπροστά στο σπήλαιο της Χάρυβδης καθώς έμπαινε μέσα με το κύμα πρόλαβε και κρεμάστηκε από τη συκιά όταν η Χάρυβδη ρούφηξε το νερό και όταν ανέβηκε η στάθμη και βγήκαν τα ξύλα  κάθισε  και πάλι πάνω. Περιφερόταν εννέα ημερονύκτια κλυδωνιζόμενος και την δεκάτην εξήλθε στην Ωγυγια νήσο της Καλυψούς όπου παρέμεινε επτά χρόνια και απέκτησε εξ αυτής παιδί. Η Καλυψώ δοκίμασε να τον κρατήσει αλλά αυτός αρνήθηκε και τότε του έδωσε εργαλεία για να  κατασκευάσει  πλοιάριο . Η κατασκευή του κράτησε τέσσερις ημέρες και λαβών εφόδια που του έδωσε η Καλυψώ απέπλευσε την πέμπτην ημέρα μόνος. Επλεε δέκα επτά ημέρες καλώς και την δεκάτη ογδόη είδε την νήσο των Φαιάκων, τη σημερινή Κέρκυρα. Τότε ο Ποσειδών  άρχισε τρικυμία εκδικούμενος για τον Πολύφημο και του ανέτρεψε το πλοιάριο και ο Οδυσσέας έπεσε στη θάλασσα. Βυθιζόμενος στο νερό και πάλι εξερχόμενος καθώς περιστρεφόταν στα κύματα προσπαθούσε να πιάσει και πάλι το πλοιάριο  . Τελικά το  έπιασε  ανεστραμμένο και κάθισε πάνω σε αυτό και περιφερόταν δυο ημέρες  από δω και από κει ακυβέρνητος παρασυρόμενος από τα κύματα. Την τρίτη μέρα εμφανισθείσα η Λευκοθέα του είπε να αφήσει το πλοίον και τα ενδύματα και του έδωσε το κρήδεμνον(σωσίβιο) να το απλώσει στο στήθος και κολυμπώντας να εξέλθει στο νησί . Εκείνος όμως ήθελε να μείνει στο πλοίο, αλλά ευθύς αμέσως τα κύματα τον έριξαν στη θάλασσα και άρχισε να κολυμπάει . Κινδύνευσε  αρκετά αλλά στο τέλος βγήκε στο νησί πλησίον του ποταμού . Ανέβηκε στο παραθαλάσσιο δάσος και αποκοιμήθηκε κατάκοπος αφού περιτυλίχθηκε μέσα στα φύλλα. Τότε κατά τύχη κατέβηκε στον ποταμό η Ναυσικά  θυγατέρα του Αλκίνοου βασιλιά των Φαιάκων μαζί με την κουστωδία των θεραπαινίδων της για να λευκάνει τα φορέματα και καθώς έπαιζαν και αστεείζονταν ξύπνησαν τον  Οδυσσέα . Τους ζήτησε βοήθεια , η δε Ναυσικά του έδωσε φορέματα και φαγητό και τον έφερε στο σπίτι του πατέρα της, όπου βρήκε  καλή  υποδοχή  ως ξένος και άγνωστος. Μετά δε το δείπνον η Αρήτη γυναίκα του Αλκίνοος γνώρισε τα φορέματα της και  τον ρώτησε που  τα  βρήκε. Τότε διηγήθηκε τι συνέβη από την αναχώρηση του από την Ωγυγία , όπως γράφεται στο "Η" της  Οδύσσειας. Μετά ταύτα κάλεσε ο Αλκίνοος τους Φαίακες στην Εκκλησία για να συμβουλευτούν  για τον ξένο . Παρασκεύασε δε πλοίο για να τον στείλει όπου αυτός ήθελε να πάει και του  πρόσφερε πλούσιο γεύμα με πολλά φαγητά και μεγαλοπρέπεια . Μετά δε το φαγητό διοργάνωσε και αγώνα δίσκου στον οποίο διαγωνίστηκε και ο Οδυσσέας με τους άριστους των Φαιάκων αθλητές . Τότε έψαλε ο μουσικός Δημόδοκος διάφορα κομμάτια και ποιήματα καθώς και  την  εισαγωγή του Δουρειου Ιππου στην Τρωάδα. Με το άκουσμα τούτου ο Οδυσσέας έκλαψε . Τότε ο Αλκίνοος από περιέργεια τον ρώτησε ποιός είναι από που είναι και γιατί κλαίει. Αυτός φανερώθηκε και διηγήθηκε την περιπλάνηση του και όσα του συνέβησαν από την Τρωάδα μέχρι την Ωγυγία, τα οποία περιέχονται στο Ι, Κ, Λ και Μ της Οδύσσειας.

Του έδωσαν δώρα πολύτιμα οι Φαίακες και τον έστειλαν στην Ιθάκη με πλοίο  κατασκευασμένο για διακεκριμένα πρόσωπα . Αποκοιμήθηκε στην πρύμνη και τον έβγαλαν οι ναύτες κοιμισμένο στο  λιμάνι του  Φόρκυνος . Τα δώρα εναπόθεσε μακριά από τον δρόμο πλησίον μιας ελιάς για να μην τα πάρουν οι διαβάτες . Επειτα επέστρεψαν και τότε πέτρωσε το πλοίο τους  ο Ποσειδών. Όταν ξύπνησε ο Οδυσσέας συμβουλεύτηκε την θεά Αθηνά , έκρυψε τα δώρα σε ένα σπήλαιο και μετά ήρθε στον  συβώτην Εύμαιο και τον βρήκε στους αγρούς αγνώριστος σαν γέρος επαίτης . Του διηγήθηκε πολλά και διάφορα περί του οίκου του και αυτού του Οδυσσέως . Τότε επέστεψε ο Τηλέμαχος από την Πύλο και βλέποντας τον  ρώτησε τον Εύμαιο ποιός ήταν;  Εκείνος του διηγήθηκε όσα του είπε ο Οδυσσέας  . Έπειτα τον έστειλε στην Πηνελόπη να της αναγγείλει την επιστροφή του από την Πύλο. Και τότε ο Οδυσσέας βρήκε την ευκαιρία να φανερωθεί στο Τηλέμαχο και  σχεδίαζαν  την μνηστηροφονία . Επειτα πήγε στο σπίτι του ο Τηλέμαχος και σε λίγο έφερε ο Εύμαιος και τον Οδυσσέα ως ξένον και επαίτη . Επειδή μόνο ο Τηλέμαχος τον γνώριζε  και ο σκύλος του σπιτιού τον οποίο αυτός είχε αναθρέψει  όταν έμπαινε στο συμπόσιο των μνηστήρων αλλά κανείς δεν το πρόσεξε. Εδώ  σταματάνε τα ψέματα και αρχίζει η μνηστηροφονία (20/2/25)

* Αμφικτύων   ο Υποστράτηγος ε.α Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης

Συγγραφέας, Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών

No comments:

Post a Comment